-
1 Κράτα
Κράτᾱ, Κράτηςneut nom /voc /acc pl (doric aeolic)Κράτᾱ, Κράτηςmasc nom /voc /acc dualΚράτηςmasc voc sgΚράτᾱ, Κράτηςmasc gen sg (doric aeolic)Κράτηςmasc nom sg (epic) -
2 κρατα
-
3 κρᾶτα
-
4 κράτα
-
5 κρᾶτα
-
6 κράτα
κράτᾱ, κράτοςstrength: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
7 κρᾶτα
-
8 κρᾶτα
κρᾶτα, κρᾶτί: see κάρη.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρᾶτα
-
9 Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
• Пилить пилой – гнуться спинойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
-
10 Κράτας
Κράτᾱς, Κράτηςmasc acc plΚράτᾱς, Κράτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
11 κρᾶτί
κρᾶτα, κρᾶτί: see κάρη.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρᾶτί
-
12 ΚΡΑΣ
ΚΡΑΣ, ὁ, das Haupt, der Kopf, von Menschen u. übertr., wie κάρα, κάρηνον; den nom. ὁ κράς führen die Gramm., z. B. B. A. 1181 aus Simmias an, vgl. Lob. Paralip. p. 78; gen. κρᾱτός, Hom. öfters; αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κυνέην εὔτυκτον ἔϑηκα 14, 276; κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο, Gipfel, ll. 20, 5; ἐπὶ κρατὸς λιμένος, am innersten Theile des Hafens, Od. 9, 140. 13, 102; Aesch. Pers. 361; ἀποκοπὰ κρατός Suppl. 821, u. sonst bei den Tragg.; gedehnt κράατος, Ap. Rh. 1, 222; – dat. κρᾱτί, Od. 9, 490; Pind. P. 1, 8, u. Aesch. Spt. 837; Soph. O. C. 1464; Ar. Ran. 329; – acc. κρᾶτα, Od. 8, 92 u. öfter; Soph. O. R. 263 u. a. D.; – acc. plur. κρᾶτας, Eur. Phoen. 1126; auch neutr. κρᾶτα, gedehnt κράατα, Il. 19, 93; κρᾶτα Soph. O. C. 474; – gen. κράτων, 22, 309; – dat. κρᾱσί, Il. 10, 152; κράτεσφι, 156. – Soph. hat auch den nom. sing. κρᾶτα τοὐμόν, Phil. 1443. – Nach den Scholl. Eur. Hec. 429 Phoen. 1159 soll auch ἡ κράς gesagt sein. Vgl. Ellendt lex.
-
13 κράς
Aκρᾱτός Il.5.7
, al., Trag. (v. infr.); dat.κρᾱτί Od.9.490
, S.OC 313, Ar.Ra. 329,κράτεσφι Il.10.156
; acc.κρᾶτα Od.8.92
, Trag. (v. infr.): pl., gen.κράτων Od. 22.309
; dat.κρᾱσίν Il.10.152
; acc. , HF 526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El. 140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph. 1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph. 1457 (anap.), acc. ib. 1001, OT 263, cf. Tr. 1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perh. S.OC 473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head,ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177
;σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218
, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak,κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5
; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102.II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα.. κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th. 574: hence, from head to foot, entirely,Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548
(perh. for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); alsoἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7
. -
14 κρας
τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)1) n и f голова(ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἥ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.)
2) вершина(Οὐλύμποιο Hom.)
3) внутренний угол, т.е. глубина(ἐπὴ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα
-
15 κραθ'
κρᾶτα, κράςhead: fem acc sgκρᾶτα, κράςhead: neut nom /voc /acc plκρᾶτε, κράςhead: fem nom /voc /acc dual -
16 κρᾶθ'
κρᾶτα, κράςhead: fem acc sgκρᾶτα, κράςhead: neut nom /voc /acc plκρᾶτε, κράςhead: fem nom /voc /acc dual -
17 κρατ'
κρᾶτα, κράςhead: fem acc sgκρᾶτα, κράςhead: neut nom /voc /acc plκρᾶτε, κράςhead: fem nom /voc /acc dual -
18 κρᾶτ'
κρᾶτα, κράςhead: fem acc sgκρᾶτα, κράςhead: neut nom /voc /acc plκρᾶτε, κράςhead: fem nom /voc /acc dual -
19 κράς
1 headκελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρᾶτί κατέχευας P. 1.8
εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας P. 12.16
τρία κρᾶτα fr. 8. -
20 κάρη
κάρη (Att. κάρᾶ), gen. κάρητος, καρήατος, κρᾶτός, κράατος, dat. similarly, acc. κάρη, κρᾶτα, pl. καρήατα, κρᾶτα, κράατα, dat. κρᾶσί, κράτεσφι: head, of men or animals; also of a poppy, mountain-peaks, the head of a harbor, Il. 8.306, Il. 20.5, Od. 9.140. For κρῆθεν, see κατάκρηθεν.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάρη
См. также в других словарях:
Κράτα — Κράτᾱ , Κράτης neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) Κράτᾱ , Κράτης masc nom/voc/acc dual Κράτης masc voc sg Κράτᾱ , Κράτης masc gen sg (doric aeolic) Κράτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτα — κρᾱτα, τὸ (α) (άλλος τ. τού κράς [Ι]) το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. κάρα (Ι)] … Dictionary of Greek
κράτα — κράτᾱ , κράτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶθ' — κρᾶτα , κράς head fem acc sg κρᾶτα , κράς head neut nom/voc/acc pl κρᾶτε , κράς head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτ' — κρᾶτα , κράς head fem acc sg κρᾶτα , κράς head neut nom/voc/acc pl κρᾶτε , κράς head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτας — Κράτᾱς , Κράτης masc acc pl Κράτᾱς , Κράτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek