-
1 κεφαλά
κεφᾰλά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -ᾶν, -αῖς.)a head lit.λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν O. 1.58
Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.80
( θρῆνον). τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον i. e. the snakes that formed the hair of the Gorgons P. 12.9 ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (cf. τὸν πολυκέφαλον νόμον [Plut.], περὶ μουσικῆς, 1133d) P. 12.23ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γεΤαντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.9
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν sc. of its groom fr. 169. 31. σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Bergk: κεφαλάς codd.: sc. of a horse) fr. 203. 3.b by synekdoche for the person.αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
ἐκέλευσεν — νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά (Heyne: νέα(ι) κεφαλᾶ(ι) codd.: sc. the young Orestes) P. 11.35c met., bearing “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” P. 9.31d frag. ] ν κεφᾳλᾳν[ fr. 140a. 71 (45). -
2 κεφαλα
-
3 Κεφαλά
Κεφαλά̱, Κεφαλήfem nom /voc /acc dualΚεφαλά̱, Κεφαλήfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 κεφαλά
κεφαλά̱, κεφαλήfem nom /voc /acc dual (epic)κεφαλά̱, κεφαλήfem nom /voc sg (epic doric aeolic) -
5 Κεφαλά
-
6 Κεφαλᾷ
-
7 κεφαλά
-
8 κεφαλᾷ
-
9 κεφάλα
η1) большая голова; 2) см. κεφάλας 2, 3 -
10 κεφάλα
kocakafa -
11 κεφάλα
caboche -
12 κατα-κέφαλα
κατα-κέφαλα, = κατὰ κεφαλῆς, kopfunten, umgekehrt, Sp., wie Geop.
-
13 Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
• Горох не лучше бобовИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Не смейся, горох, не лучше бобовИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
-
14 Κεφαλάν
Κεφαλά̱ν, Κεφαλήfem acc sg (doric aeolic) -
15 Κεφαλάς
Κεφαλά̱ς, Κεφαλήfem acc pl -
16 Κεφαλάων
Κεφαλά̱ων, Κεφαλήfem gen pl (epic aeolic) -
17 κεφαλάν
κεφαλά̱ν, κεφαλήfem acc sg (epic doric aeolic) -
18 κεφαλάς
κεφαλά̱ς, κεφαλήfem acc pl (epic) -
19 κεφαλάων
κεφαλά̱ων, κεφαλήfem gen pl (epic aeolic) -
20 ἑός
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38
ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41
ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,Σ. N. 7.85
] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69
ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to himΠα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12
πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8.
См. также в других словарях:
Κεφαλά — Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc/acc dual Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλά — κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc/acc dual (epic) κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 165 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * η 1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι 2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή… … Dictionary of Greek
κεφάλα — η μεγεθυντικό του κεφαλή, μεγάλη κεφαλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεφαλᾷ — Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλᾷ — κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών … Dictionary of Greek
Κάτω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη μέση του νομού, 30 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών … Dictionary of Greek
КЕФАЛА — • Κεφαλα̃ς, см. Anthologia graeca, Греческая антология … Реальный словарь классических древностей
Κεφαλᾶι — Κεφαλᾷ , Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλᾶι — κεφαλᾷ , κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)