Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῆγος

См. также в других словарях:

  • διάπηξ — ( ηγος), ο βλ. διάπηγμα …   Dictionary of Greek

  • παραπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια 2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελός («οὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῑν ποιεῑ», Δημοσθ.) 3. παράλυτος 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες οι παραλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • πλήξ — ῆγος, ἡ, Α ονομασία επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πληγ ς < θ. πληγ τού πλήσσω* (πρβλ. πληγή)] …   Dictionary of Greek

  • σκοτιαπλήξ — ήγος, η, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αρπακτικών πτηνών τής τάξης γλαυκόμορφα …   Dictionary of Greek

  • σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] …   Dictionary of Greek

  • συοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που χτυπήθηκε από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλήξ (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. βου πλήξ, οιστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • υδατοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττεται από το νερό, που τόν χτυπάει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • ἡγῶ — ἡγός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγόν — ἡγός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»