-
1 ἡγός
-
2 ηγός
A muleteer, PLond.ined.2358 (iii B.C.), Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B.C.), Str.14.2.24. -
3 ἡγός
-
4 πρωτο-στράτ-ηγος
πρωτο-στράτ-ηγος, ὁ, der erste Feldherr, der Oberfeldherr, Sp.
-
5 προ-ποδ-ηγός
προ-ποδ-ηγός, vorangehend u. den Weg zeigend; Plut. de gen. Socr. 10; σκήπων Phani. 2 (VII, 994).
-
6 προ-οδ-ηγός
προ-οδ-ηγός, ὁ, der vorangehende Wegweiser, Orac. Sib.
-
7 ποταμ-ηγός
ποταμ-ηγός, auf dem Flusse geführt, gezogen, von Schiffen, auf Flüssen fahrend, D. Hal. 2, 53.
-
8 ποδ-ηγός
ποδ-ηγός, ion. = ποδαγός. Es findet sich auch davon der unregelmäßige compar. ποδηγέστερος, Suid.
-
9 στρατ-ηγός
στρατ-ηγός, ὁ, Anführer eines Kriegsheers, Heerführer, Aesch. Ag. 567; ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον, 1610; Soph. oft, κοὔτε στρατηγούς, οὔτε ναυάρχους μολεῖν ἡμᾶς Ἀχαιῶν διωμόσω, Ai. 1211; Eur.; in Prosa von Her. an häufig, z. B. στρατηγὸς τοῦ στρατοῠ, 7, 83, auch ἡ στρατηγός, Ar. Eccl. 491. 500; übh. Anführer, καὶ ἡγεμών, Plat. Conv. 193 b. – In manchen griechischen Staaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen die Anführer des Fußvolks, die zugleich eine richterliche Behörde bilden; bei Dem. 18, 38 im Psephisma werden unterschieden ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρ. καὶ ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, vgl. §. 115. – Bei den Römern praetor, u. στρατηγὸςὕπατος, consul, Pol. u. Plut.
-
10 συγ-κυν-ηγός
συγ-κυν-ηγός, dor. συγκυνᾱγός, mitjagend, Jagdgenoß; ὁ, Eur. I. T. 709; ἡ, Hipp. 1093; Plut.
-
11 σωματ-ηγός
σωματ-ηγός, 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.
-
12 σῑτ-ηγός
-
13 ταρῑχ-ηγός
ταρῑχ-ηγός, gesalzenes Fleisch oder Fische führend, damit handelnd, Alexis bei Ath. III, 120.
-
14 φορτ-ηγός
-
15 χορ-ηγός
χορ-ηγός, ὁ, dor. u. att. χορᾱγός (Lob. Phryn. p. 430), 1) der Chorführer, Anführer eines Reigens, Chortanzes; ϑεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ Μούσας Plat. Legg. II, 665 a; übh. der einen Zug, eine Schaar anführt, ἰὼ τῶν πῦρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων Soph. Ant. 1133, vom Bacchus; χοραγὲ τῶν καλλιχόρων δελφίνων Eur. Hel. 1470. – Bes. 2) der die Kosten zur Ausrüstung u. Aufführung eines Chors, einer theatralischen Vorstellung hergiebt; χορηγὸς κατεστάϑην εἰς Θαργήλια Antiph. 6, 10; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς, χορ. κατέστην παιδικῷ χορῷ Lys. 21, 1. 4; χορηγὸν ἐνεγκεῖν, ernennen, Dem. 20, 130; – übh. der die Kosten u. Mittel wozu hergiebt, den Aufwand wozu bestreitet; χορηγὸν τῇ βδελυρίᾳ λαμβάνειν Aesch. 1, 54; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Dem. 19, 216; πολυτελῶς ζῶσα καὶ εἰς ταῦτα χορηγὸν τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν διὰ τὴν ἐπιϑυμίαν ἔχουσα 40, 51; τῆς ἀνοίας Luc. de luct. 20, u. a. Sp. Bes. auch der Lebensmittel für ein Heer und Kriegsbedürfnisse herbeischafft.
-
16 ξυλ-ηγός
-
17 κυν-ηγός
-
18 καθ-οδ-ηγός
καθ-οδ-ηγός, ὁ, der Wegweiser, Führer, Sp., wie Schol. Il. 2, 494; εὐσεβέσιν καϑοδηγὲ καλῶν Orph. H. 7, 8.
-
19 ναυ-ηγός
-
20 νεκυ-ηγός
νεκυ-ηγός, = νεκραγωγός, Archi. 34 (VII, 68).
См. также в других словарях:
διάπηξ — ( ηγος), ο βλ. διάπηγμα … Dictionary of Greek
παραπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια 2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελός («οὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῑν ποιεῑ», Δημοσθ.) 3. παράλυτος 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες οι παραλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
πλήξ — ῆγος, ἡ, Α ονομασία επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πληγ ς < θ. πληγ τού πλήσσω* (πρβλ. πληγή)] … Dictionary of Greek
σκοτιαπλήξ — ήγος, η, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αρπακτικών πτηνών τής τάξης γλαυκόμορφα … Dictionary of Greek
σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] … Dictionary of Greek
συοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που χτυπήθηκε από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλήξ (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. βου πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
υδατοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττεται από το νερό, που τόν χτυπάει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ] … Dictionary of Greek
φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
ἡγῶ — ἡγός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγόν — ἡγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)