Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρημᾰτο-δαίτης

См. также в других словарях:

  • κρεοδαίτης — κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῡσιν», Πολυδ.) 2. φρ. «κρεοδαῑτις ἀρχή» το επάγγελμα τού κρεοδαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»