-
1 χρηματο-δαίτης
χρηματο-δαίτης, ὁ, der das Vermögen theilt, Aesch. Spt. 711.
-
2 χρηματοδαίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηματοδαίτης
-
3 χρηματοδαίτης
χρηματο-δαίτης, ὁ, der das Vermögen teilt -
4 χρηματοδαιτης
κτεάνων χ. πικρὸς σίδαρος Aesch. — жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние
См. также в других словарях:
κρεοδαίτης — κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῡσιν», Πολυδ.) 2. φρ. «κρεοδαῑτις ἀρχή» το επάγγελμα τού κρεοδαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] … Dictionary of Greek