-
1 πλοκάμους
πλόκαμοςlock: masc acc pl -
2 ἀναδέω
a bind on top, crown (med., one's own head)ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως P. 10.40
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
τῶν (sc. στεφάνων)ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (Er. Schmid: ἀνδεῖσθαι codd.) I. 2.16 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ (supp. Lobel.) Πα. 13a. 16.b of the crowns themselves, bindὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
-
3 μύρτος
1 spray of myrtle ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, ὅτι μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) I. 4.70 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ Πα. 13a. 17. -
4 πλόκαμος
1 lock of hair.οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί P. 4.82
ἀν]δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι ( ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a. -
5 περιβάλλω
A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei,φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211
;περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454
;περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479
;π. χέρας Ar.Th. 914
, E.Or. 1044: freq. c. dat.,χέρας π. τινί Id.Ph. 1459
, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ.. βάλοιμι ib. 165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba. 619;Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529
;κρατὶ π. σκότον E.HF 1159
; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch. 576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85;αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60
; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on.., Th.7.25:—[voice] Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; ; ; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109;φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT 1150
(lyr.);κόσμον σώμασιν Id.HF 334
;κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87
; freq. of defences,τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280
; alsoὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8
S.;π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96
;τείχεα Id.1.141
, cf. 6.46, Th.1.8 ;ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14
;Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol. 1276a27
; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in [tense] pf. [voice] Pass., have a thing put round one, Pl.Smp. 216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol. 1331a8.2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E. Ion 829 ;π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF 304
;ὕδασι δουλείαν Id.Ph. 189
(lyr.); ; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or. 1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to.., Pall.in Hp.12.283 C.:—[voice] Pass., c. acc., to be involved in, (Scaptopara, iii A. D.).II reversely c. dat. rei, surround, encompass with.., περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141;βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60
(tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers. 748;π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25
;δοραῖσι σῶμα Id.Cyc. 330
; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or. 372 :—[voice] Med., surround or enclose for one's advantage or defence,τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti. 116a
;χωρίον X.Cyr.6.3.30
; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or. 906, Antipho 3.2.12 ;ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142
, cf. Lys.4.20;ὀνείδει D.22.35
; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c;τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4
:— [voice] Pass., [ συμφοραῖς] Phld.Piet. 35b.III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph. 1453, HF 1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf.περίβολος 11.2
:—[voice] Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.2 fetch a compass round, double,ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462
; esp. of ships, round a cape,π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;Σούνιον Th.8.95
: abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.IV [voice] Med., bring into one's power, compass,ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
;πολλὰ [χρήματα] Id.8.8
, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; ;πλῆθος λείας Plb.1.29.7
, cf. 3.69.7 : [tense] pf. [voice] Pass., to have come into possession of..,πόλιν Hdt.6.24
;δυναστείας Isoc.4.184
, cf. 2.25.2 appropriate mentally, comprehend,περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118
; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα.. γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt. 285b.V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass,μνηστῆρας δώροισι Od.15.17
; π. ἀρετῇ to be superior in.., Il.23.276.VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβάλλω
-
6 περικείρω
Aκεῖραι Philostr.Ep.61
: [tense] pf. -κέκαρκα Luc.Symp. 32
:— shear or clip all round τὴν κόμην κακῶς π. Hdt.3.154 ; π. τινά clip him close, Philostr. l. c.:—[voice] Med., τρίχας περικείρεσθαι clip one's hair, Hdt.4.71 :—[voice] Pass.,π. κατὰ πρόσωπον LXX Je.32.9
(25.23);τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc. Tim.4
; Περικειρομένη, title of play by Menander.II metaph., shear of its walls,τὴν ἀκρόπολιν Ael.VH 7.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικείρω
-
7 πλέκω
Aπλέξω AP5.146
(Mel.): [tense] aor.ἔπλεξα Il.14.176
, etc.: [tense] pf. πέπλοχα ([dialect] Att. acc. to Hdn.Gr.2.356), ([etym.] δια-) Hp.Oss.16, ([etym.] ἐμ-) ibid., but ἐμ-πέπλεχε ib.17:—[voice] Med., [tense] fut.πλέξομαι Perict.
ap. Stob.4.28.19: [tense] aor.ἐπλεξάμην Od.10.168
, Ar.Lys. 790:—[voice] Pass., [tense] fut. πλεχθήσομαι ([etym.] ἐμ-) A.Pr. 1079 (anap.); πλᾰκήσομαι ([etym.] ἐπι-) Gal.6.873: [tense] aor. (lyr.), Pl.Plt. 283a, ([etym.] περι-) Od.23.33; but also [tense] aor. 2 ἐπλάκην [ᾰ], part. πλᾰκείς ([etym.] ἐμ-) E.Hipp. 1236, ([etym.] συμ-) S.Fr. 618; also part.κατα-πλεκείς Hsch.
, v.l. in Plb.3.73.1,περι-πλεκείς Tim.Pers. 157
,συμπλεκείς Hdt.8.84
(v.l. -πλακ-): [tense] pf.πέπλεγμαι Id.7.72
, etc.:—plait, twine,πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς Il.14.176
;στέφανον Pi.I.8(7).73
, cf. Ar.Th. 458;ἐκ τῆς βίβλου ἱστία Thphr.HP4.8.4
;ἀνθερίκεσσι ἀκριδοθήραν Theoc.1.52
:—[voice] Med., πεῖσμα.. πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.10.168, cf. Hdt.2.28;π. ἄρκυς Ar.Lys. 790
(lyr.):—[voice] Pass., of basket-work,Hdt.
7.72; χρέωνται σειρῇσι πεπλεγμένῃσι ἐξ ἱμάντων ib.85;βρόχος πεπλ. σπάρτου X.Cyn.9.13
.II metaph., devise, contrive, mostly of tortuous means,π. δόλον ἀμφί τινι A.Ch. 220
: prov., ; so ; ἐκ τέχνης τέχνην ib. 1280;παντοίας παλάμας Ar.V. 644
(lyr.):—[voice] Pass.,μηχανὴ πεπλεγμένη E.Andr. 995
.2 of Poets, π. ὕμνον, ῥήματα, Pi.O.6.86, N.4.94; D.;π. λόγους E.Rh. 834
, Pl.Hp.Mi. 369b; form the plot of a tragedy, opp. λύειν, Arist.Po. 1456a9:—hence in [voice] Pass., μῦθοι πεπλεγμένοι complex, opp. ἁπλοῖ, ib. 1452a12, cf. b32, 1459b9;συλλογισμὸς πεπλ. Arr.Epict.1.29.34
;πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ.. λόγων τε καὶ αἰτίων κτλ. Plot.4.3.15
.4 compound,ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος AP12.165
(Mel.):—[voice] Pass., of words or syllables, to be compounded, Pl.Tht. 202b, Ael.NA5.30.5 [voice] Pass., twine oneself round,περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς A.Eu. 259
(lyr.).6 [voice] Pass., to be involved, entangled, Vett.Val.169.32. (Cf. Lat. plecto, im-plico, OHG. flehtan.) -
8 συναιθύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιθύσσω
-
9 ἀπαιωρέομαι
A hang down from, hover about, Hes.Sc. 234; ἀ. ἔνθεν καὶ ἔνθεν hang without support at either end, as a fractured limb supported only by the bandage at the fracture, Hp.Fract.7, cf. Art.63, J.AJ15.11.3, Antyll. ap. Orib.44.23.6, Megesap. eund.44.24.13; Gaz.Ecphr.p.158B.2 to be uplifted, Luc.Astr.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαιωρέομαι
-
10 ἐκπροχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπροχέω
-
11 ἴλλω
ἴλλω, -
12 ῥίπτω
ῥίπτ-ω, also [full] ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) [full] ῥιπτάζω (qq. v.): —[dialect] Ion. Iterat.Aῥίπτασκον Il.15.23
, Od.11.592,- εσκον Nic.Fr.26
: [tense] fut.ῥίψω Il.8.13
, etc.: [tense] aor.ἔρριψα 23.842
, etc. (, Mosch. 3.32,ἀπέριψα Pi.P.6.37
), [dialect] Ep.ῥῖψα Il.3.378
; also [ per.] 3sg. [tense] aor. 2ἔρρῐφε Opp.C.4.350
: [tense] pf.ἔρριφα Lys.10.9
:—[voice] Med., [tense] aor.ῥίψαντο Man.6.10
,ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146
:—[voice] Pass., [tense] fut. ῥιφθήσομαι ([etym.] ἀπορ-) S.Aj. 1019; , Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 [tense] fut.ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17
: [tense] aor. ([etym.] ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg. 944d; also ἐρρίφην [ῐ] E.Hec. 335, Fr. 489, Pl.Lg. 944a, Sosith.3, etc.; poet.ἐρίφην AP12.234
(Strat.): [tense] pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med. 1404 (anap.), Ar.Ec. 850, etc.; poet. redupl. , cf. PMag.Par.1.194, 2039 ([etym.] ἀπο-): [tense] plpf.ἔρριπτο Luc.Nec.17
. [[pron. full] ῑ by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., ([etym.] προς-) Rh.2.94 S.; the [dialect] Ep. [tense] aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: [pron. full] ῐ in [tense] fut. 2 and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—throw, cast, hurl,σόλον, σφαῖραν Il.23.842
, Od.6.115;χερσί Pi.P.3.57
;ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591
, etc.; , cf. A.Pr. 1051 (anap.);ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch. 913
; ;ποτὶ νέφεα Od.11.592
; χθονὶ ῥ. ἑαυτόν throw on the ground, S.Tr. 790, cf. E.IA39 (anap.);ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49
: abs., ἐρριμμένος prostrate,ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2
; ἔτι τῶν νεκρῶν.. ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28;κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29
, cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67; have been deposited,PCair.Zen.
467.5 (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας.. ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba. 1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥ. τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr. 780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT 1430, cf. A.Pr. 748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.);ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel. 1096
.II like ῥιπτάζω, ῥ. ἑωυτήν toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2;ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118
(Crin.): generally, throw about, , cf. Ba. 150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.IV throw off or away, of arms, E.El. 820; of clothes, Pl.R. 474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥ. ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.;βιβλίον PUniv.Giss.20.12
(ii A.D.).V ῥ. λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr. 314, E.Alc. 680;τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57
S.; also, throw them away, waste them, A.Ag. 1068, cf. E.Med. 1404 (anap., [voice] Pass.);λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec. 335
; so οἴχεται.. ταῦτ' ἐρριμμένα set at naught, S. Aj. 1271.VI ῥ. ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R. 617e;ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24
([Phld.]): hence ῥ. κίνδυνον make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.VII ῥ. ἑαυτόν throw or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself,ἐς πόντον Thgn.176
; ;τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897
(anap.);ῥ. ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel. 1325
(lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf.βάλλω A. 111
. -
13 ῥομβητός
A spun round like a ῥόμβος, whirled about,ῥομβητοὺς δονέων πλοκάμους AP6.219
(Antip.), cf. 218 (Alc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥομβητός
См. также в других словарях:
πλοκάμους — πλόκαμος lock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale
αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
οφιοπλόκαμος — η, ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, ον) αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εως / εος + πλόκαμος] … Dictionary of Greek
CALAMISTRUM — ex Graeco καλαμάςτρον, quasi parva fistula, ferrum erat fistulae instar cavum, cui manubrium ligneum immittebatur, tebatur, ut teneri poslet, dum calidum eslet, torquendis vibrandisque capillis olim adhibitum. Virg. Aen. l. 12. v. 100. Vibratos… … Hofmann J. Lexicon universale
LUGENDI Ritus — apud vett. Rom. variis legibus definitus fuit. Et quidem vestitum quod attinet, in luctu atrati fuêre, h. e. nigrâ, sive pullâ togâ induti. Togae huius meminit Cic. in Pisoniana: Iuv. Sat. 3. l. 1. v. 213. pullatos Proceres: Tac. in funere… … Hofmann J. Lexicon universale
εκπροχέω — ἐκπροχέω (Α) 1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων») 2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν») 3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους») … Dictionary of Greek
ερασιπλόκαμος — ἐρασιπλόκαμος, ον (Α) αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ευπλοκαμώ — εὐπλοκαμῶ, έω και ἐϋπλοκαμῶ, έω (Α) [ευπλόκαμος] έχω ωραίους πλοκάμους, ωραία μαλλιά … Dictionary of Greek
ιοπλόκαμος — ἰοπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο πλόκαμος] … Dictionary of Greek