-
1 συναιθύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιθύσσω
-
2 συναιθύσσοντες
συναιθύσσωstream: pres part act masc nom /voc pl -
3 συναιθύσσοντος
συναιθύσσωstream: pres part act masc /neut gen sg -
4 συναιθύσσουσα
συναιθύσσωstream: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
συναιθύσσω — Α 1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθύσσω «αναταράζω»] … Dictionary of Greek
συναιθύσσοντες — συναιθύσσω stream pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιθύσσοντος — συναιθύσσω stream pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιθύσσουσα — συναιθύσσω stream pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)