Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συναιθύσσω

См. также в других словарях:

  • συναιθύσσω — Α 1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθύσσω «αναταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναιθύσσοντες — συναιθύσσω stream pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιθύσσοντος — συναιθύσσω stream pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιθύσσουσα — συναιθύσσω stream pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»