Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλίνθου

См. также в других словарях:

  • πλίνθου — πλίνθον brick neut gen sg πλίνθος brick fem gen sg πλινθόμαι pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) πλινθόμαι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • плифа — ПЛИФ|А (1*), Ы с. πλίνϑος То же, что плита: и градъ велии въ Вавилонѣ создавъ ѿ плифъ жьжены(х) и ѿ камени˫а тесана (ἐξ… πλίνϑου) ГА XIV1, 119б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BOLITES Lapis — genus aluminis a figura dictum, quod haberet Βώλου, h. e. glebae figuram; πλινθῖτις quoque Galeno, nam πλίνθου, i. e. latercule et glebae figura eadem. Glossae, cespes, χορτόπλενθος, Eius florem alumen scbiston appellatum esse, vult Dioscorides.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • πλίνθωμα — το, Ν (μεταλργ.) ποσότητα μετάλλου ή κράματος η οποία λαμβάνεται κατά τη χύτευση σε καλούπια και έχει τη μορφή πλίνθου, μεταλλική μάζα που είναι έτοιμη για περαιτέρω μεταλλουργική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847… …   Dictionary of Greek

  • πλινθίς — ίδος, η, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος αρχ. 1. ορθογώνιο σχήμα 2. πίνακας, παικτικός άβακας 3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο 4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής 5.… …   Dictionary of Greek

  • πλινθεία — ἡ, Α [πλινθεύω] 1. η κατασκευή πλίνθων 2. στρατ. στρατιωτική παράταξη σε σχήμα πλίνθου, σε τετραγωνική διάταξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»