-
1 δια
I.(1) через, сквозь(διὰ θώρηκος Hom.; διὰ τοῦ ὀρόφου Xen.; διὰ τοῦ ὕδατος Plat.)
δι΄ ὄμματος λείβων δάκρυον Soph. — проливая слезы из глаз;αἱ αἰσθήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν Plat. — обонятельные ощущения;τὰ διὰ στόματος ἡδέα Xen. — вкусовые наслаждения;διὰ τύχης τοιᾶσδ΄ ἰών Soph. — оказавшись в таком положении(2) через, по(διὰ πεδίοιο Hom.; διὰ θαλάσσας Pind. - ср. 8; ὅ Ἴστρος ῥέει δι΄ οἰκευμένης Her.)
θόρυβος διὰ τῶν τάξεων ἰών Xen. — шум, проносящийся по рядам;τὸ διὰ πασῶν (sc. χορδῶν) муз. Plat., Arst.; — октава (досл. через все струны)(3) через, на расстоянииδι΄ ἄλλων εἴκοσι σταδίων Her. — еще через двадцать стадиев;
διὰ πολλοῦ Thuc. — на большом расстоянии;δι΄ ἐγγυτάτου Thuc. — с ближайшего расстояния, перен. ближайшим образом, непосредственно;διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου Her. — через каждые тридцать рядов кирпичной кладки(4) через, по прошествииδιὰ χρόνου Plat., Xen.; — по истечении некоторого времени;
διὰ χρόνου πολλοῦ Her., διὰ πολλοῦ χρόνου Arph., διὰ μακρῶν χρόνων Plat. или διὰ μακροῦ Luc. — спустя долгое время;δι΄ ἐνιαυτοῦ или δι΄ ἔτους Xen. — ежегодно;διὰ τρίτης (sc. ἡμέρας) Arst. — по истечении трех дней(5) в течение, в продолжениеδι΄ (ὅλης) τῆς νυκτός Her., Xen.; — в течение (всей) ночи;
διὰ παντός Aesch. и διὰ τέλους Lys. (ср. 9) — навсегда:διὰ (παντὸς) βόυ Plat., Arst., Plut.; — в течение (всей) жизни;ἡμεῖς διὰ προγόνων Polyb. — мы и все наши предки(6) между, среди(διὰ μήλων κεῖσθαι Hom.)
διὰ πολλῶν τε καὴ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι Xen. — спасшись от множества опасностей(7) (пре)выше, сверх(τιμᾶν δι΄ ἀνθρώπων τινά Pind.)
εὐδοκιμέων διὰ πάντων Her. — прославившийся больше всех;διὰ πάντων τελεσιουργός Plut. — в высшей степени успешный(8) вдоль(διὰ τοῦ λόφου Xen.)
ἥ χηλέ διὰ τῆς θαλάσσης Thuc. — дамба, идущая вдоль морского берега (ср. 2)(9) вплоть доδιὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. — все до конца;
ταὐτὰ ἀκηκοότες καὴ ἀκούοντες διὰ τέλους Xen. — слышавшие и до сих пор слышащие то же самое (ср. 5)(10) посредством, с помощьюδιὰ χειρῶν (χερῶν) или διὰ χειρός Soph., Arst., Plut.; — руками или в руках;
διὰ στόματος ἔχειν τινά Xen., Plut.; — постоянно говорить о ком-л.;διὰ μνημης ἔχειν Luc. — хранить в памяти, помнить;λέγοντες δι΄ ἀγγέλων Her. — уведомив через гонцов;δι΄ ἑρμηνέως Xen. — через переводчика;διὰ βασιλέων πεφυκώς Xen. — потомок царей;δι΄ ἑαυτοῦ Xen., Dem.; — собственными средствами, самостоятельно;τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης Arst. — произведения живописи, рисунки, картины;διὰ τριῶν τρόπων Arst. — тремя способами, трояко(11) ( при указании на материал) изδι΄ ἐλέφαντος καὴ χρυσοῦ Diod. — из слоновой кости и золота;
δι΄ ἀλφίτου καὴ σπονδῆς πεποιημέναι θυσίαι Plut. — жертвоприношения из ячменя и возлияний(12) из-за, ради(13) из-за, вследствие, по причине(πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός Aesch.)
δι΄ ὧνπερ ὤλετο Soph. — (руки), от которых он погиб(14) в состоянии (часто перев. наречием или глагольным оборотом)διὰ μέθης Plat. — в состоянии опьянения;
δι΄ ὀργῆς Soph. — в гневе:δι΄ ἡσυχίης Her. — в покое;δι΄ ἀκριβείας Plat., Arst.; — старательно, тщательно;διὰ παντὸς πολέμου ἰέναι τινί Xen. — объявить кому-л. беспощадную пойну;διὰ μάχης ἐλθεῖν τινι Eur. — вступить в бой с кем-л.;διὰ λόγων τινὴ ξυγγίγνεσθαι Plat. — вступать в беседу с кем-л.;διὰ γλώσσης ἰέναι Eur. — говорить, рассказывать;διὰ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л., ни во что не ставить;δι΄ αἰτάς ἔχειν τινά Thuc. — обвинять кого-л.;δι΄ αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. — стыдливо потупить взгляд;διὰ τάχους Soph. и διὰ ταχέων Xen., Arst.; — поспешно;διὰ βραχέων Isocr. — кратко, сжато;διὰ μακρῶν Plat. — пространно;διὰ μιᾶς γνώμης Isocr. — единодушно;διὰ δικαιοσύνης ἰέναι Plat. — блюсти справедливость;δι΄ οἴκτου λαβεῖν τι Eur. — сжалиться над чем-л.(1) через, сквозь(2) через, по(ἐπὴ χθόνα καὴ διὰ πόντον Pind.; διὰ κῦμα ἅλιον Aesch. и διὰ πόντιον κῦμα Eur.)
(3) через, поперек(διὰ τάφρον ἐλαύνειν Hom.)
(4) вдоль(ἐν σπηεσσι δι΄ ἄκριας Hom.)
(5) в течение, в продолжение(διὰ νύκτα Hom.)
(6) через, посредством, при помощи(νικῆσαι δι΄ Ἀθηνην Hom.; σώζεσθαι διά τινα Xen.; διά τινα βελτίονα γενέσθαι Plat.)
(7) вследствие, по причине, из-за(Ἀθηναίης διὰ βουλάς Hom.)
δι΄ ἀφραδίας Hom. — по неразумию;δι΄ ἔνδειαν Xen. — из нужды;διὰ τί ; Plat. — почему?, отчего?;διὰ πολλά Xen. — в силу многих обстоятельств;διὰ τύχην καὴ διὰ τὸ αὐτόματον Arst. — случайно и самопроизвольно;τὸ διὰ τί (= τὸ αἴτιον) Arst. — действующая причина;δι΄ ἐπιορκίαν Arst. — из боязни нарушить клятву;εἰ μέ διὰ τἠν ἐκείνου μέλλησιν Thuc. — если бы не его медлительность;εἰ μέ διὰ τὸν πρύτανιν Plat. — если бы не вмешался притан;εἰ μέ διὰ τούτους Dem. — если бы они не помешалиII.δῖα, δίαf к δῖος См. διος -
2 διαστοιβαζω
класть в промежуток, вставлять -
3 πλινθος
ἥ1) кирпичπλίνθοι ὀπταί Her. — обожженные кирпичи;
δόμος πλίνθου Her. — слой кирпича;2) плитка, брусок(πλίνθοι χρυσαῖ Polyb.)
См. также в других словарях:
πλίνθου — πλίνθον brick neut gen sg πλίνθος brick fem gen sg πλινθόμαι pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) πλινθόμαι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… … Dictionary of Greek
πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… … Dictionary of Greek
плифа — ПЛИФ|А (1*), Ы с. πλίνϑος То же, что плита: и градъ велии въ Вавилонѣ создавъ ѿ плифъ жьжены(х) и ѿ камени˫а тесана (ἐξ… πλίνϑου) ГА XIV1, 119б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BOLITES Lapis — genus aluminis a figura dictum, quod haberet Βώλου, h. e. glebae figuram; πλινθῖτις quoque Galeno, nam πλίνθου, i. e. latercule et glebae figura eadem. Glossae, cespes, χορτόπλενθος, Eius florem alumen scbiston appellatum esse, vult Dioscorides.… … Hofmann J. Lexicon universale
LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… … Hofmann J. Lexicon universale
καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το … Dictionary of Greek
πλίνθωμα — το, Ν (μεταλργ.) ποσότητα μετάλλου ή κράματος η οποία λαμβάνεται κατά τη χύτευση σε καλούπια και έχει τη μορφή πλίνθου, μεταλλική μάζα που είναι έτοιμη για περαιτέρω μεταλλουργική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847… … Dictionary of Greek
πλινθίς — ίδος, η, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος αρχ. 1. ορθογώνιο σχήμα 2. πίνακας, παικτικός άβακας 3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο 4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής 5.… … Dictionary of Greek
πλινθεία — ἡ, Α [πλινθεύω] 1. η κατασκευή πλίνθων 2. στρατ. στρατιωτική παράταξη σε σχήμα πλίνθου, σε τετραγωνική διάταξη … Dictionary of Greek