Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαλανείου

См. также в других словарях:

  • βαλανείου — βαλανεί̱ου , βαλανεῖον bath neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • баньныи — (8*) пр. 1.Пр. к банѩ во 2 знач.: двьри баньны˫а часто ѡ(т)вьрзаѥмы. оутрьнюѫ теплотоу издрѣють вънъ. СбТр ХII/ХIII, 112; Не лѣть нико||моу же дыма ѡ(т) поварьніци или ѡ(т) пещи баньное на соусѣда поущати. (βαλανείου) КР 1284, 320а б; Ефрѣмъ...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подъбаньныи — (1*) пр. Расположенный под баней: и тако по лѣтѣ. въверьже его… во огненое ражьжень[ѥ]. подъбаньное. и изгорѣ тѣмь. (εἰς τὸ ὑποκαυστήριον τοῦ βαλανείου) ПНЧ к. XIV, 121б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GLANS — ab Aeol. γάλανος pro βάλανος, antiquissimorum mortalium cibus fuit. Plin. l. 7. c. 56. Ceres frumenta (invenit) cuni antea glande vescerentur homines. Lucret. Rer. Nat. l. 5. v. 1419. Sic odium coepit glandis etc. Vide supta Fruges. Et quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • αλειπτήριον — ἀλειπτήριον, το (Α) μέρος τού αρχαίου γυμναστηρίου ή τού βαλανείου τών Ρωμαίων, όπου γινόταν η επάλειψη τών αθλητών με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλειπτήρ ή απευθείας από το ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • βαλανειόμφαλος — βαλανειόμφαλος, ον (Α) (για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»] …   Dictionary of Greek

  • μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • παραβαλανεύς — έως, ὁ, Μ νοσοκόμος μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαλανεύς «υπηρέτης βαλανείου»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»