Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μίτρῃ

См. также в других словарях:

  • Μίτρη — Μίτρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρη — μίτρα maiden s girdle fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίτρῃ — Μίτρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρῃ — μίτρα maiden s girdle fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MITRA — Syriacum Scaligero: ab antique μίω, i. e. μιτόω ligo, Eustath. a μίτος, i. e. filum, Etymol. Lat. Vitta, Hebr. Gap desc: Hebrew funis, χοινίον: proprie signisicat tegmen muliebris capitis. Et quidem aliquando sonat redimiculum capitis, e quo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • περικατατίθημι — Α (συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… …   Dictionary of Greek

  • mei-4 —     mei 4     English meaning: to bind     Deutsche Übersetzung: “binden, verknũpfen”     Material: O.Ind. mitrá n. (secondary m.) “friend” (originally “ friendship” from “*connection”), Av. miϑra m. “friend; pact, covenant; name eines Gottes… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»