Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέσσα

См. также в других словарях:

  • Μέσσα — Μέσσᾱ , Μέσση fem nom/voc/acc dual Μέσσᾱ , Μέσση fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέσσας — Μέσσᾱς , Μέσση fem acc pl Μέσσᾱς , Μέσση fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσας — μέσσᾱς , μέσος b fem acc pl (epic) μέσσᾱς , μέσος b fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέσσαν — Μέσσᾱν , Μέσση fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαν — μέσσᾱν , μέσος b fem acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • Μέσσαι — Μέσση fem nom/voc pl Μέσσᾱͅ , Μέσση fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαι — μέσος b fem nom/voc pl (epic) μέσσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»