Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔρρεψα

См. также в других словарях:

  • ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • ρέβω — (ρέβω), έρεψα → δες έρεψα Σημειώσεις: (ρέβω) : σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη, προέρχεται από το έρρεψα < έρρευσα, αόρ. του αρχαίου ρ. ρέω, κατά το σχήμα έτριψα < τρίβω. Στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, 347)… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»