-
1 μέση
μέσηmese: fem nom /voc sg (attic epic ionic)μέσηςa wind between: masc voc sgμέσοςb: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————μέσηmese: fem dat sg (attic epic ionic)μέσηςa wind between: masc dat sg (attic epic ionic)μέσοςb: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 μέση
-
3 μεση
ἥ2) (sc. γραμμή) средняя линия, т.е. средняя пропорциональная Arst. -
4 μέση
A mese, i. e. the top note of the lower tetrachord in the octave, originally the middle string of the seven-stringed (or of an earlier three-stringed) lyre, Pl.R. 443d (cf. Sch.), Arist.Metaph. 1018b29, Pr. 919b20, Euc.Sect.Can.10; variously defined, Ptol.Harm.2.5, Cleonid.Harm.11, Bacch.Harm.65:—[dialect] Dor. [full] μέσσα Philol.6.II Geom., mean proportional, v. μέσος III. 5. -
5 μέση
-
6 μέση
η1) середина;μέση του δρόμου — середина улицы;
στημέση — а) в середине; — посредине, посреди;
στη μέση τού φαγητού — в середине обеда, во время обеда; — б) пополам, на две части;
μ' έβαλαν στη μέση — а) меня окружили, на меня напали с разных сторон; — б) меня посадили в середину;
2) талия, поясница;δαχτυλιδένια μέση — осиная талия;
με πονεί η μέση μου — у меня болит поясница;
§ μπαίνω στη μέση — вмешиваться;
με άφησε στη μέση — он меня бросил на полпути (в работе);
τον έβγάλε από τη μέση — он избавился от него; — он расправился с ним
-
7 μέσῃ
Βλ. λ. μέση -
8 μέση
[мэси] ουσ θ середина. -
9 μέση
1) ceinture2) taille -
10 μέση
1) kibić (f) rzecz.2) talia (f) rzecz. -
11 μέση
1) opasek2) pás -
12 μέση
1) middle2) waistΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέση
-
13 μεσή-γεως
μεσή-γεως, = μεσόγεως, zw.
-
14 Μέση Ανατολή
η Средний Восток -
15 μέση μεριάζω
[мэсимэрьязо] ρ оставаться до полудня. -
16 μέση τιμή
la mitjana -
17 παρα-μέση
-
18 Έχει μέση δαχτυλίδι
• У нее осиная талияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει μέση δαχτυλίδι
-
19 Να βάλω δυο άκρες σε μια μέση
• Сводить концы с концамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Να βάλω δυο άκρες σε μια μέση
-
20 μέσηι
μέσῃ, μέσηmese: fem dat sg (attic epic ionic)μέσῃ, μέσηςa wind between: masc dat sg (attic epic ionic)μέσῃ, μέσοςb: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
μέση — mese fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc voc sg μέσος b fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσῃ — μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
μέση ισημερία — (Αστρον.). Αποτελεί τη θέση της εαρινής ισημερίας, αν γίνει διόρθωση της πραγματικής ισημερίας για τις μικρές περιοδικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην ταλάντευση του άξονα της Γης. Οι συντεταγμένες στους αστρικούς χάρτες και καταλόγους συνήθως … Dictionary of Greek
Μέση Παλαιοκαρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 75 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, ΝΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης … Dictionary of Greek
μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… … Dictionary of Greek
Μέση Ποταμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 75 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του νησιού, ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
μέσηι — μέσῃ , μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)