Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(κόρδακα

См. также в других словарях:

  • κόρδακα — κόρδᾱκα , κόρδαξ cordax masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικορδακίζω — Α χορεύω τον κόρδακα γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κορδακίζω «χορεύω τον κόρδακα»] …   Dictionary of Greek

  • Cordace — CORDĂCE, es, Gr. Κορδάκα, ας, ein Beynamen der Diana, welche ehemals ihren Tempel in Elis hatte, und den Namen von dem Tanze der Griechen, welcher Kordax hieß, bekommen, weil ihr des Pelops Gefährten daselbst dergleichen hielten, als sie gegen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κορδάκισμα — το (Α κορδάκισμα) [κορδακίζω] νεοελλ. άσεμνη, απρεπής εμφάνιση αρχ. το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα …   Dictionary of Greek

  • κορδακίζω — (Α κορδακίζω) [κόρδαξ] νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ αρχ. χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό …   Dictionary of Greek

  • κορδακικός — κορδακικός, ή, όν (Α) [κόρδαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα 2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κορδακιστής — κορδακιστής, ὁ (Α) [κορδακίζω] αυτός που χορεύει τον κόρδακα …   Dictionary of Greek

  • κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»