Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεβλή

См. также в других словарях:

  • κεβλή — και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α) κεφαλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού κεβαλή που είναι τής αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή τού δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό τής αρχ. μακεδόνικης… …   Dictionary of Greek

  • κεβλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεβλήν — κεβλή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antiguos macedonios — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Macedonia (desambiguación). Los Antiguos macedonios eran los habitantes de Macedonia en la antigüedad. Los historiadores generalmente están de acuerdo en que los antiguos… …   Wikipedia Español

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κέβλος — κέβλος, ὁ (Α) [κεβλή] το γένος πιθήκου κυνοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • κεβαλή — κεβαλή, ἡ (Α) βλ. κεβλή …   Dictionary of Greek

  • κεβλήγονος — κεβλήγονος, ον (Α) 1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ») 2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κεβλήπυρις — (Α) 1. ονομασία πτηνού με κόκκινο πτέρωμα στο κεφάλι («κόκκυξ, ερυθρόπους, κεβλήπυρις», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. ὁ Κεβλήπυρις παρώνυμο τού Θεμιστοκλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. κεβλή* και πῦρ, δηλ. «πτηνό με κόκκινο… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»