-
1 λυμ'
-
2 λῦμ'
-
3 λυμαντής
Aγάμος λ. βίου S.Tr. 793
: also [suff] λῡμ-αντικός, ή, όν, Muson.Fr.8p.34H., Epict.Gnom.9: c. gen.,δόγματα λ. οἴκων Arr.Epict.3.7.20
; φυομένων ([etym.] καρπῶν) Ph.2.429.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαντής
-
4 λυμαντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαντήρ
-
5 λυμαντήριος
A injurious, destructive, : c. gen., destroying, ruining,γυναικὸς τῆσδε Id.Ag. 1438
;τῶνδε οἴκων Id.Ch. 764
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαντήριος
-
6 λυμάντωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμάντωρ
-
7 λυμεών
A destroyer, corrupter,λ. ἐμός S.Aj. 573
; ; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80;λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81
; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr. 260, cf. J.BJ4.3.9;φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6
;κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23
(Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916;σκύλακας.. λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a
;ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal. 93d
. -
8 λυμεωνεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμεωνεύομαι
-
9 λύμη
λῡμ-η, ἡ,A outrage, maltreatment, esp. by maiming, ἐπὶ λύμῃ for the sake of insult, Hdt.2.121.δ; δόμων ἐπὶ λύμῃ A.Th. 880
(lyr.);ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ Id.Eu. 377
(lyr.);ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Hdt.2.162
;ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Pl.Lg. 919c
;λ. καρπῶν καὶ προβάτων X.Oec.5.6
; χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης besides the mischief done, Hp.Fract.3: freq. in pl., outrages, indignities,λυμαίνεσθαι λύμῃσι Hdt.6.12
; , cf. 1195;φθείρειν λύμαις ἐχθίσταις Ar.Av. 1068
; (lyr.), cf. 427 (lyr.);ἐπὶ ταῖς ἐρεθιζούσαις τὸν νουθετούμενον λύμαις Phld.Lib.p.8
O. -
10 λυμαίνομαι
λῡμαίνομαι (A), ( λῦμα A)------------------------------------Aλῡμᾰνοῦμαι Isoc.11.49
, D.24.1, etc.: [tense] aor.ἐλῡμηνάμην Hp.VM20
(v.l. - αίνετο), Hdt.8.28, E.Andr. 719, Isoc.20.12, etc.: also with pass. forms, part. : [tense] pf. λελύμασμαι ([ per.] 3sg.λελύμανται D.9.36
, 21.173); part. - ασμένος X.HG7.5.18, D.45.27; inf.λελυμάνθαι Id.20.142
, PPetr.3p.57 (iii B. C.): cf. διαλυμαίνομαι: some of these forms are also used in pass. sense, v. infr. 11: ([etym.] λύμη):—outrage, maltreat, esp. of personal injuries, scourging, binding, etc. (cf. D.23.33), but also in moral sense:—Constr.:1 c. acc., outrage, maltreat,ὅτι τὸν ξεῖνον.. δήσας λυμαίνοιτο Hdt.5.33
;τὴν ἵππον ἐλυμήναντο ἀνηκέστως Id.8.28
;ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται S.OC 855
; λ. λέχη dishonour.., E.Ba. 354: c. acc. cogn. added,τοιαῦτα.. Σοφοκλέης λυμαίνεται.. ἐμὲ τὸν Τηρέα Ar.Av. 100
;λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω πάρος E.Hel. 1099
; also in [dialect] Att. Prose,λ. νόμους Lys.30
. 26, cf. D.18.312; τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου the speeches you used to murder (as an actor), ib.267; later simply, harm, injure,βλασφημεῖν καὶ -εσθαι τὸν σοφόν Phld.Lib.p.10
O., cf. Ir.p.33 W.; of things, spoil, ruin,νοῦσος λ. τὸ σῶμα Hp.Morb.Sacr.11
, cf. VM6;τὰ -όμενα γαστέρας καὶ κεφαλὰς καὶ ψυχάς X.Mem.1.3.6
; ὀψοποιΐα λ. τὰ ὄψα ib.3.14.5;λ. τὴν οἰκίαν Is.6.18
;τοὺς χυλούς Thphr.CP6.17.5
;τὰ παρόντα Epicur. Sent.Vat.35
;θλίβει καὶ λ. τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
; λ. τοῦ ἀραχνίου spoil part of it, Id.HA 623a20.2 c. dat., inflict indignities or outrages upon,νεκρῷ Hdt.1.214
,9.79;μειρακίοις Ar.Nu. 928
(anap.);ἡ ὕβρις τοῖς ὅλοις πράγμασι λ. Isoc.20.9
;ἡ κακία λ. τοῖς ὅλοις D.18.303
;λ. τῇ καταστάσει X.HG2.3.26
; τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ ib.7.5.18;πονηροὶ.. αὑτοῖς -αίνονται Epicur.Sent.Vat.53
;τοῖς.. προῃρημένοις POxy.1409.21
(iii A. D.).—The constr. with dat. is considered strictly [dialect] Att., Sch.Ar.Nu. 925; but X. almost always uses the acc., which is freq. also in the Oratt.; Pl. does not use the word at all.3 abs., cause ruin,ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται Th.5.103
;πᾶν τὸ λυμαινόμενόν ἐστιν ἔνδοθεν Men.540.3
; cause damage, IG5(2).6.16 (Tegea, iv B. C.); also, inflict punishment, ib. 5 (1). 1390.26 (Andania, i B. C.).4 c. dat. modi, λυμαίνεσθαι [τινα] λύμῃσι ἀνηκέστοισι treat with the worst ill-treatment, Hdt.6.12; γλῶτταν ἡδοναῖς λ. defile it, Ar.Eq. 1284.5 c. neut. Adj., τἆλλα πάντα λυμαίνεσθαι inflict all possible indignities, Hdt.3.16;αὐτῷ τάδ' ἄλλα Βάκχιος λ. E.Ba. 632
(troch.), cf. Ar.Av. 100 (supr.1.1).II [voice] Act. λυμαίνω, only late, Lib. Decl.13.6; but λυμαίνομαι is sts. [voice] Pass., ;ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν λυμαίνεσθε Lys.28.14
;πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας A.Ch. 290
;λελυμάνθαι D.20.142
;λελυμασμένος Paus.7.5.4
, 10.15.4;ἐλελύμαντο D.C.39.11
; cf. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαίνομαι
-
11 λῦμα
A water used in washing, or dirt removed by washing, offscourings, ;ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς.. λύματα πάντα κάθηρεν 14.171
;ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25
; of catarrhal discharges, purgations, Hp.Gland.12; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of the blood on his hands, S.Aj. 655; τόκοιο λύματα, = τὰ λόχια, Call.Jov.17: generally, offscourings, refuse, ;δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710
; of ordure, Call.Fr. 216;ἔκβολα λ. δαιτός Id.Cer. 116
;ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8
, cf. Plu.2.518b.III = λύμη, ruin, A.Pr. 692 (pl., lyr.): in sg., of a person, σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν, i. e. Hector, E.Tr. 591 (lyr.).------------------------------------A = ἐνέχυρον, Suid. (pl.).
См. также в других словарях:
λῦμ' — λῦμαι , λύμη outrage fem nom/voc pl λῦμα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek