-
41 λιμενορμίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμενορμίτης
-
42 λιμηρός
A hungry, causing hunger,ἔρως Theoc.10.57
;ἐργασίη AP6.47
(Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.------------------------------------A furnished with a good harbour, special epith. of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26;εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως.. λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod.
ap. Str.8.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμηρός
-
43 Μουνυχία
Μουνῠχία, ἡ, Munychia, a harbour in Piraeus, Hdt.8.76, Th.2.13, Arist.Ath.19.2, Str.9.1.15:—also [full] Μουνίχιον, τό, Sch.Call.Dian. 259; [full] Μουνύχιος, λιμήν Sch.E.Hipp. 759: [full] Μουνύχιος, ὁ,A inhabitant of the place, St.Byz.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μουνυχία
-
44 ναύλοχος
ναύλοχ-ος, ον,A affording a safe anchorage, epith. of a harbour,λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846
;ν. ἐς λιμένα 10.141
;ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj. 460
; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr. 633 (lyr.);Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec. 1015
: [comp] Sup.ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181
, cf. 352.II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl.ναύλοχα Plu.2.984b
; cf. supr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύλοχος
-
45 Παγασαί
Πᾰγᾰσαί, αἱ, Pagasae in Thessaly, the port of Pherae, whence the Argonauts sailed, Hdt.7.193, etc.:—hence ἥρως Παγασαῖος, of Jason, AP4.3b20 (Agath.): ὁ Παγασίτης [ῑ] κόλπος, D.12.5; λιμὴν Παγασήϊος, A. R.1.524; ἀκτὴ Παγασηΐς, ib.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παγασαί
-
46 παραχειμαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχειμαστικός
-
47 πεῖσμα
A ship's cable, usu. the stern-cable by which the ship was made fast to the land,λιμήν.., ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν—οὔτ' εὐνὰς βαλέειν, οὔτε πρυμνήσι' ἀνάψαι Od.9.136
; ;πεῖσμα.. κίονος ἐξάψας μεγάλης 22.465
: pl.,ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός 10.127
, cf. A.Supp. 765, Ag. 195 (lyr.); πίσυνοι λεπτοδόμοις π., of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers. 112(lyr.): metaph., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Pl.Lg. 893b;ἔλυσεν οἷον νεὼς πείσματα Id.Ti. 85e
;τύχης π. λυσάμενος BCH25.327
([place name] Mysia); of the marriage- tie, Ph.1.563 : prov.,πᾶν πεῖσμα διέρρηκται Hld.7.25
: metaph., of reins, νέμειν πείσματα Θήβης Epic. in BKT5 (1) p.115.2 generally, rope, Od.10.167; boat-rope, painter, Theophil.6.------------------------------------A persuasion, confidence, μετὰ βεβαίου π. S.E.P.1.18, cf. Arr.Epict.2.20.26 (pl.), Porph.Abst.2.37; μετὰ πείσματος τ εθαρρηκότος confidently, Plu.2.106d. -
48 πολυβενθής
πολῠ-βενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβενθής
-
49 πολυλίμενος
A with many ports, Artem. ap. Eust.287.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυλίμενος
-
50 σάλος
A tossing motion, of an earthquake,χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
; esp. rolling swell of the sea, πόντου σ., πόντιος ς., Id.Hec.28, IT 1443: pl., πόντιοι ς. Id.Or. 994 (lyr.).2 open roadstead, roads, opp. a harbour, ἐν σάλῳ στῆναι, = σαλεύειν 11.2;ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Plb.1.53.10
;οὔτε λιμὴν οὔτε σ. ἐπ' ἀγκύρας D.S.3.44
, cf. Agatharch.92, Peripl.M.Rubr.7 (pl.), 55.II of ships or persons in them, tossing on the sea,ἐκ πολλοῦ σ. εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς S. Ph. 271
;σάλον εἶχεν ἡ θάλασσα Plu.Luc.10
; καρηβαρεῖν ὑπὸ ς. Luc. Herm.28;ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαντα Id.Tox.19
: metaph. of the ship of the state,τὰ μὲν δὴ πόλεος θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
;πόλις.. σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίον σάλου Id.OT24
;ἐν σάλῳ πόλις γενομένη Lys.6.49
; ἔσχε.. ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ ς. began to waver, Plu.Alex.32, cf. Aem.18; cf.σαλεύω 11.1
. -
51 σκαιός
A left, on the left hand, poet. for ἀριστερός (used by Prose writers in metaph. sense, and once by Pl. in literal sense, Phdr. 266a; also in [dialect] Dor. Prose, ἐν σκαιάν,= ἐς ἀριστεράν, SIG636.22 (Delph., ii B.C.; σκαγαν lapis));τὸ σ. ὄμμα παραβαλών A.Fr. 308
(cf. Ath.7.303c); in Hom. always in dat. σκαιῇ (sc. χειρί), with the left hand, Il.1.501, al.; χειρὶ ς. Hes.Th. 179:—hence,II western, westward (for the Greek diviner always turned his face northward, and so had the West on his left): hence Σκαιαὶ πύλαι the West-gate of Troy, Il.3.145, al., cf. Hsch. (otherwise expld. by Sch. ad loc.); σ. ῥίον either, on the left, or west headland, Od.3.295; σ. λιμήν Orac. ap.D.S.8.21;πόρος D.P.161
, 481, 541.2 unlucky, ill-omened, mischievous (cf.δεξιός 11
), ἡ φιλοτιμίη κτῆμα ς. Hdt.3.53; σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον a thing is none the worse for remaining unsaid, Pi.O.9.104; σ. ἐκλύσων στόμα about to speak mischief, S.Aj. 1225.III metaph. of persons, lefthanded, awkward, clumsy, stupid,- ότατος καὶ ἀδικώτατος Hdt.1.129
;σ. ἰητροί Hp.Art.42
; , cf. 771; ὅπου δ' Ἀπόλλων σ. ᾖ, τίνες σοφοί; E.El. 972, cf. Heracl. 258, HF 283;ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ar.V. 1183
, cf. 1266; ;οὕτω σ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Lys.10.15
, cf. Pl.Euthd. 295d;σ. καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον D.26.17
;σ. καὶ ἀναίσθητος Id.18.120
;σ. ἢ ἀνήκοος Id.19.312
. Adv.,σκαιῶς λέγειν Ar.Ec. 644
, cf. Pl.60: [comp] Comp., Phld.Acad.Ind.p.7 M. -
52 στενόστομος
στενό-στομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενόστομος
-
53 τριηρικός
A = τριηριτικός, σκεύη D.47.19;λιμήν Str.14.2.15
, cj. in 13.2.2; αὐλεῖν τὸ τ. (sc. μέλος) Ath.12.535d; butτὸ τ.
the class which serves in a trireme,Arist.
Pol. 1291b23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριηρικός
-
54 φερέγγυος
A giving surety:—hence, generally, to be depended upon, trusty, φρούρημα, προστάται, σθένος, A.Th. 449, 797, Eu.87: c. inf., capable, sufficient,οὐ φ. εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην Hdt.5.30
;λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας Id.7.49
, cf. A.Th. 396, 470: c. gen. rei, warrant for a thing, able to answer for,τί.. κελεύεις, ὧν ἐγὼ φ.; S.El. 942
; trusty in face of danger,πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος Th.8.68
.—Cf. ἐχέγγυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέγγυος
-
55 φύξιμος
A whither one can flee, or where one can take refuge, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι where she said it was possible for me to escape, Od.5.359;φ. τόπος Plb.13.6.9
;φύξιμον οὐδέν Id.9.29.4
;ἱερὸν φ.
an asylum,Plu.
Rom.9; φ. λιμήν a harbour of refuge, Id.2.823a: cf. φύξιον.II which one can escape; hence, affording a chance of recovery,νοῦσος Hp.Int.2
; avoidable,ἦμαρ Max.358
.III c. acc., σ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς is able to escape thee, S.Ant. 788 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύξιμος
-
56 φώρ
Aφωρσί Ael.NA9.45
:—thief, Hdt.2.174, etc.; ;Ἀργεῖοι φῶρες Ar.Fr.57
;φ. ἄνθρωποι Paus.10.15.5
; ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον prov. in Arist. EE 1235a9; τὰ τῶν φ. κρείττω prov. in Hyp.Fr.1: [comp] Sup. most thievish,Sophr.
1. -
57 χέρσος
A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; ;λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95
;κῦμα.. βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394
;κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425
;χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486
, 542;ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10
;κατὰ χέρσον A.Pers. 873
(lyr.), E.IT 884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers. 977 (lyr.), Ag. 558, E.Hel. 1066: prov.,ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4
, cf. N.1.62;πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers. 707
(troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th. 860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.2 dry, hard, barren,τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123
;στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant. 251
; παραδοῦναι [ τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16;χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24
; waste places,A.
Fr. 189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.3 metaph., barren, of women, .b c. gen., barren of,πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El. 325
. (Cf. Skt. hár[ snull ] ate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.) -
58 χυτός
2 of dry things, heaped up, Hom., only in phrase χυτὴ γαῖα a mound of earth, esp. a sepulchral mound, like χῶμα, Il.6.464, 14.114, Od.3.258; soχυτῇ θινί Opp.H.2.635
;χυτὰ κόνις IG14.1721.5
([place name] Rome), cf. 12(8).38.4 ([place name] Lemnos); also χυτή alone (sc. γαῖα) Epigr.Gr.1034.25 ([place name] Callipolis).b Subst., χυτός, ὁ, = χῶμα, mound, bank, dyke, Hdt.7.37.3 χ. λιμήν protected by a mole or mound, A.R.1.987, ubi v. Sch.II cast, melted,ἀρτήματα λίθινα χυτά Hdt.2.69
;ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epin.1.8
; χ. ἄργυρος, πίσσα, Thphr.Lap.60, Nic.Al. 116;χαλκός Orib.49.3.8
; τὰ χυτά things fused or welded together, Iamb. in Nic.p.81P. -
59 ἀγχιβαθής
ἀγχι-βᾰθής, ές,A deep inshore,θάλασσα Od.5.413
, cf. Pl.Criti. 111a;τὰ ἀ. Arist.Pr. 935a2
, cf. Ph.Bel.95.20, Parth.26.2, Plu.2.667c; ;λιμήν Str.17.1.6
, cf. 5.2.5, Dion.Byz.6, al.2 of persons, standing deep in water, Nonn. D.10.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιβαθής
-
60 ἀκλυδώνιστος
ἀκλῠδώνιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκλυδώνιστος
См. также в других словарях:
λιμήν — harbour masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμήν — Ονομασία του λιμανιού της Σικυώνας στον Κορινθιακό κόλπο, κατά την αρχαιότητα. Αρχικά ονομαζόταν Αιγιαλείς και αργότερα Μηκώνη. * * * ο (AM λιμήν, ένος) βλ. λιμένας … Dictionary of Greek
Λιμήν Ευνόστου — Ονομασία του δυτικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Το διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώνοντας το νησί Φάρο με την Αλεξάνδρεια, ανοίγοντας έτσι δύο εισόδους σε αυτό. Ο Λ.Ε. παρέμεινε σε αχρηστία για πολλούς αιώνες,… … Dictionary of Greek
Λιμήν Μέγας — Ονομασία του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ του φάρου του νησιού Φάρου και της Λοχιάδας άκρας. Αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το κυριότερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας … Dictionary of Greek
Ευνόστου λιμήν — Το δυτικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στην ηπειρωτική Αίγυπτο, στο νησί Φάρος και στο Επταστάδιο. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, στο λιμάνι έμπαιναν μόνο τουρκικά πλοία, ενώ τα χριστιανικά προσορμίζονταν στο … Dictionary of Greek
Лиманы — (λιμήν гавань) так называются в побережье Черного и Азовского морей приморские бассейны, представляющие как бы расширенные устья рек и балок, наполненные наичаще соленой или солоноватой водой. Л. открытые находятся в непосредственном сообщении с… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λιμένα — λιμήν harbour masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένας — λιμήν harbour masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένε — λιμήν harbour masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένες — λιμήν harbour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένεσσι — λιμήν harbour masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)