-
1 πεῖσμα
A ship's cable, usu. the stern-cable by which the ship was made fast to the land,λιμήν.., ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν—οὔτ' εὐνὰς βαλέειν, οὔτε πρυμνήσι' ἀνάψαι Od.9.136
; ;πεῖσμα.. κίονος ἐξάψας μεγάλης 22.465
: pl.,ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός 10.127
, cf. A.Supp. 765, Ag. 195 (lyr.); πίσυνοι λεπτοδόμοις π., of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers. 112(lyr.): metaph., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Pl.Lg. 893b;ἔλυσεν οἷον νεὼς πείσματα Id.Ti. 85e
;τύχης π. λυσάμενος BCH25.327
([place name] Mysia); of the marriage- tie, Ph.1.563 : prov.,πᾶν πεῖσμα διέρρηκται Hld.7.25
: metaph., of reins, νέμειν πείσματα Θήβης Epic. in BKT5 (1) p.115.2 generally, rope, Od.10.167; boat-rope, painter, Theophil.6.------------------------------------A persuasion, confidence, μετὰ βεβαίου π. S.E.P.1.18, cf. Arr.Epict.2.20.26 (pl.), Porph.Abst.2.37; μετὰ πείσματος τ εθαρρηκότος confidently, Plu.2.106d. -
2 πεῖσμα
Grammatical information: n.Meaning: `rope, cable' (Il.).Derivatives: πεισμάτ-ιον `navel-string' (sch.), - ιος `concerning cables' (Orph.); also - ικός `cable-like' = `persistent, unaccommodating' (pap., Eust.)?Etymology: From *πένθ-σμα (cf. Schwyzer 287) from the verb `bind' which is lost in Greek, with isolated deriv. in πενθερός s.v. (not: φάτνη<< s.v.). With zero grade perh. πάσμα ᾦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον H.; mixed form πέσμα η πεῖσμα, η μίσχος. ἔστι δε ἐξ οὗ τὸ φύλλον ἤρτηται H. (Brugmann IF 11, 104 f.).Page in Frisk: 2,492Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πεῖσμα
См. также в других словарях:
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek