-
1 Anchorage
subs.P. and V. ὅρμος, ὁ, ναύσταθμον, τό, V. ναύλοχοι ἕδραι, αἱ.Harbour: P. and V. λιμήν, ὁ.Affording anchorage, adj.: V. ναύλοχος, εὔορμος.Affording bad anchorage: V. δύσορμος.Bring round into anchorage: P. περιορμίζειν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anchorage
-
2 Harbour
subs.P. and V. λιμήν, ὁ, ὅρμος, ὁ, ναύσταθμον, τό (Eur., Rhes.).With good harbour, adj: V. εὔορμος.Sail into harbour: P. καταπλεῖν.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Harbour
-
3 Haven
subs.P. and V. λιμήν, ὁ, ὅρμος, ὁ, ναύσταθμον, τό, V. ναύλοχοι, ἕδραι.With good haven, adj.: V. εὔορμος.Affording no haven: V. δύσορμος; see Harbourless.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Haven
-
4 Port
subs.P. and V. λιμήν, ὁ, ὅρμος, ὁ, ναύσταθμον, τό (Eur., Rhes.), P. ἐπίνειον, τό.Demeanour: P. and V. σχῆμα, τό, τρόπος, ὁ (or pl.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Port
-
5 Seaport
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seaport
-
6 Sheltered
adj.A sheltered haven: V. λιμὴν εὐήνεμος, ὁ (Eur., And. 749).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sheltered
-
7 Wind
subs.Blast: Ar. and V. φύσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.Fair wind: V. οὖρος, ὁ (also Xen.), P. οὔριος ἄνεμος, ὁ.Before the wind: V. κατʼ οὖρον.East wind: P. and V. ἀπηλιώτης, ὁ.North wind: P. and V. βορρᾶς, ὁ, βορέας, ὁ (Eur., Cycl. 329; also Ar.).South wind: P. and V. νότος, ὁ (Æsch., frag.).West wind: P. ζέφυρος, ὁ (Arist.).Trade winds: P. ἐτησίαι, οἱ.Sheltered from the wind, adj.: V. ὑπήνεμος (also Xen.).A haven sheltered from the wind: V. λιμὴν εὐήνεμος (Eur., And. 749).Fling to the winds: met., see Reject.Fling his garlands to the winds and storms: V. στέμματʼ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες (Eur., Bacch. 350).Your praises of the Phrygians I fling to the winds: V. Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμι (Eur., Tro. 418).Flatulence: P. φῦσαι, αἱ (Plat.).Breath: P. and V. πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), φύσημα, τό (also Plat. but rare P.). V. ἀμπνοή, ἡ.Get wind of, v.: P. προαισθάνεσθαι (gen. or absol.).——————subs.See Bend.——————v. trans.Wind into a ball: Ar. τολυπεύειν (absol.).Spin: Ar. and V. κυκλεῖν.V. intrans.Twist: P. and V. κυκλεῖσθαι, V. ἑλίσσεσθαι (also Plat. but rare P.), εἱλίσσεσθαι.Wind up: see Finish.Wind round: P. περιελίσσειν (τι περί τι).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wind
См. также в других словарях:
λιμήν — harbour masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμήν — Ονομασία του λιμανιού της Σικυώνας στον Κορινθιακό κόλπο, κατά την αρχαιότητα. Αρχικά ονομαζόταν Αιγιαλείς και αργότερα Μηκώνη. * * * ο (AM λιμήν, ένος) βλ. λιμένας … Dictionary of Greek
Λιμήν Ευνόστου — Ονομασία του δυτικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Το διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώνοντας το νησί Φάρο με την Αλεξάνδρεια, ανοίγοντας έτσι δύο εισόδους σε αυτό. Ο Λ.Ε. παρέμεινε σε αχρηστία για πολλούς αιώνες,… … Dictionary of Greek
Λιμήν Μέγας — Ονομασία του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ του φάρου του νησιού Φάρου και της Λοχιάδας άκρας. Αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το κυριότερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας … Dictionary of Greek
Ευνόστου λιμήν — Το δυτικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στην ηπειρωτική Αίγυπτο, στο νησί Φάρος και στο Επταστάδιο. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, στο λιμάνι έμπαιναν μόνο τουρκικά πλοία, ενώ τα χριστιανικά προσορμίζονταν στο … Dictionary of Greek
Лиманы — (λιμήν гавань) так называются в побережье Черного и Азовского морей приморские бассейны, представляющие как бы расширенные устья рек и балок, наполненные наичаще соленой или солоноватой водой. Л. открытые находятся в непосредственном сообщении с… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λιμένα — λιμήν harbour masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένας — λιμήν harbour masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένε — λιμήν harbour masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένες — λιμήν harbour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένεσσι — λιμήν harbour masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)