-
1 Λειμώνες
-
2 Λειμῶνες
-
3 λειμώνες
-
4 λειμῶνες
-
5 διαλαμβάνω
διαλαμβάνω, [tense] fut. - λήψομαι: [tense] aor. διέλᾰβον: [tense] pf. διείληφα: [tense] pf. [voice] Pass. διείλημμαι, alsoAδιαλέλημμαι Ar.Ec. 1090
, [dialect] Ion.- λέλαμμαι Hdt.4.68
:— take or receive severally, i.e. each his own share,ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια X.Cyr.7.3.1
, cf. An.5.3.4;δ. οἰκίας Lys.12.8
.II grasp or lay hold of separately,διαλαβόντες.. τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.4.94
: hence, seize, arrest,τινά Id.1.114
, Pl.R. 615e;διαλελαμμένος ἄγεται Hdt.4.68
, cf. Ar.Ec. 1090 (v. Sch. ad loc.).2 in wrestling, grasp round the waist, seize by the middle, διαλαβὼν ἀγκυρίσας cj. Casaub. in Ar.Eq. 262;διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plu.Ant.33
; in full,μέσον δ. τινά Ach.Tat.3.13
; also, tie up,σπάρτῳ PHolm.12.13
: metaph. of the soul,διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Pl.Phd. 81c
.4 metaph., embrace, ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν δ. comprehend in a general statement, Thphr. HP8.1.6.III divide,τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.1.190
, cf. 202, 5.52;τριχῆ δώδεκα μέρη δ.
divide12
parts into 3 (i.e. of 4 each), Pl.Lg. 763c; ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, of a person taking his seat between two others, Id.Smp. 222e; δ. εἰς δύο πάντας divide them into two parties, Arist.Pol. 1296a11; δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους, ib. 1272b11, 1320b8; :—[voice] Pass., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ divided into five channels, Hdt.3.117; of troops, Aen.Tact.10.25; θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν ὤμων, στήθους κτλ. coat-armour having its weight distributed so as to be borne by.., X.Mem.3.10.13.2 mark at intervals, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις provide them at intervals with.., Arist.Pol. 1331a20 ([voice] Pass.), cf. OGI701.13 ([place name] Egypt): of Time, .3 cut off, intercept,τὰ στενόπορα Th.7.73
codd.;ὁ πορθμὸς ὁ δ. τὴν Σικελίαν Arist.Mir. 840a2
;δ. τάφρῳ Plb. 5.99.9
;δ. φυλακαῖς διαστήματα Id.1.18.4
, etc.4 mark off, distinguish,αἱ πολιτεῖαι.. τοὺς πλείστους διειλήφασιν Isoc.4.16
.5 diversify, intersperse,ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν Arist.Po. 1459a36
;λόγον περιόδοις D.H.Comp.2
; παραπληρώμασι ib.16; ποιήσεις μέτροις ib.26:—[voice] Pass., γῆ χρώμασι διειλημμένη marked with various colours, Pl.Phd. 110b;λειμῶνες παντοδαποῖς φυτοῖς διειλ. Luc.Patr.Enc. 10
.b in [tense] pf. part. [voice] Pass., distinct,Phld.
D.1.24; κατ' οὐ δ. δόξας ibid.; cf. διειλημμένως.6 divide or distinguish in thought,ταῦτα δ. τοῖς διανοήμασι Pl.Lg. 777a
; δ. δίχα [αὐτοὺς] τῷ παίζειν καὶ μή ib. 935d, cf. E.El. 373; διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν draw distinctive arguments from facts, dub. l. in Arist.Pol. 1323a40;περί τινος Id.PA 665a31
, PAmh.2.35.44 (ii B.C.):ὑπέρ τινος Plb. 2.42.7
;δ. τί δεῖ ποιεῖν Id.4.25.1
, cf. PRyl.68.23 (i B.C.): hence, determine, define,τὸν καιρόν Plb.15.5.2
: c. inf., Id.30.9.2; grasp, apprehend, Epicur.Ep.1p.5U., al.; perceive, ὅτι .. Phld.Sign.29; give a judicial decision, BGU195.36 (ii A.D.), 15 i 16 (ii A.D.): in later Prose, simply, think, believe, J.AJ2.16.5, Anon.Lond.24.32, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλαμβάνω
-
6 εἱαμενή
A a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483;λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16
, cf. Call.Dian. 193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also [full] εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἱαμενή
-
7 εὐστέφανος
εὐστέφᾰνος, [dialect] Ep. ἐϋστ-, ον, epith. of Artemis, Il.21.511; of Aphrodite, Od.8.267, al., Hes.Th. 196, al.; of Demeter, h.Cer. 224, Hes. Op. 300; of a Nereid, Id.Th. 255 (expld. by Sch.as2 εὐ. θεῶν θυσίαι graced with beauteous garlands, Ar. Nu. 309 (lyr.);θυμέλαι IG5(1).734
([place name] Sparta); λειμῶνες εὐ. crowned with flowers, Opp.C.1.462.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστέφανος
-
8 θαλέθω
A bloom, thrive, used by Hom. only in part.,θάμνος ἐλαίης.. θαλέθων Od.23.191
, cf. Ibyc.1.6, A.R. 2.843;βίου θαλέθοντος Emp.20.3
; of men,ἠΐθεοι θαλέθοντες Od.6.63
;θαλέθοντα τόκον IG14.1363
;θαλέθεσκες ἐν εἴαρι AP11.374
(Maced.);αἰεὶ θαλέθοντι βίῳ Lyr.Adesp.98
(= Trag.Adesp.373); σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ swelling, wantoning in fat, Il.9.467, cf. 23.32: c. acc.,ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν Theoc.25.16
. -
9 θηλέω
Aθήλεον Od.5.73
: [tense] fut. θηλήσω ([etym.] ἀνα-) Il.1.236: [dialect] Dor. poet. [tense] aor.θάλησα Pi.N.4.88
; part.θηλήσας AP9.363
(Mel.): ( τεθηλημένα is f.l. in Hp.Insomn.90):—poet. for θάλλω, to be full of, abound in, c. gen., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Od.l.c.: c. dat., θάλησε σελίνοις Pi.l.c.; νικοφορίαις ἄστυ θάλησε ib. 10.42.2 abs., grow luxuriantly, flourish, A.R.3.221, APl.c.; of a child, IG14.1971; prob. for ἐθάλλεον, Epigr. ap. Plu.2.110b.II causal, make to bloom, Alex.Aet.3.9. -
10 λειμών
A any moist, grassy place, meadow, Il.2.467, etc.; ;μαλακὸς λ. Hes.Th. 279
; ; λ. βούχιλος, βουθερής, Id.Supp. 540 (lyr.), S.Tr. 188: metaph.,λειμῶνα Μουσῶν δρέπων Ar.Ra. 1300
; ἐς λειμῶνα ποταμίων ποτῶν into the smooth river-water, S.Fr. 659; χυτῆς λειμὼν θαλάσσης, of a sponge, AP6.66.7 (Paul. Sil.); , cf. Phdr. 248c.III later, freq. metaph. for any bright, flowery surface, as a blooming face, a peacock's tail, Ach.Tat.1.19, 1.16; an embroidered robe,λ. ὁ περὶ τὰς ἐσθῆτας Philostr.Im.2.1
; also λ. λέξεων, title of work by Pamphilus, Suid.Praef., cf. Plin.HN Praef.24, Gell. Praef.6:—and as [var] Dim. [full] λειμωνάριον, τό, Phot.Bibl.p.161 B. -
11 μαλακός
A soft:I of things subject to touch,εὐνή Il.9
. 618;κώεα Od.3.38
;τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο 4.124
;χιτών Il.2.42
, PSI 4.364.5 (iii B.C.);πέπλοι Il.24.796
; νειὸς μ. fresh-ploughed fallow, 18.541; λειμῶνες μ. soft grassy meadows, Od.5.72, cf. Il.14.349;πόας ἄνθος Sapph.54
;τάπητες.. -ώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
; of the skin or flesh,μ. παρειαί S.Ant. 783
(lyr.); (anap.);σώματα X.Mem.3.10.1
; πρόβατα μ. soft-fleeced, D.47.52; τόποι πεδινοὶ καὶ μ., opp. hard, rugged ground, Arist.HA 607a10; οἱ κρημνοὶ οἱ μ. ib. 615b31;μ. πέτρα SIG970.8
(iii B.C.), PPetr.2p.6 (iii B.C.); μ. τέφρα a slow fire, Ph.Bel.89.36; soμ. πῦρ Androm.
ap. Gal.13.26;μ. ἀνθρακιά Dsc.2.76
; ὕδωρ μ., of marsh water, A.Fr.192.8 (anap.), Pl.Ti. 59d (cf. μαλθακός); of soil, X.Oec.19.8, Pl.Criti. 111b. Adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, εὑδέμεναι, to sleep softly, i.e. on soft bedding, Od. 3.350, 24.255;μαλακώτατα καθεύδειν X.Mem.2.1.24
; καθίζου μ. sit softly, i.e. on a cushion, Ar.Eq. 785;ὑποστορεῖτε μ. τῷ κυνί Eub.90
, cf. 108; but ὡς μ. ἐσθίεις what dainty food you have! Thphr.Char.2.10.2 μαλακά (sc. σκεύη), τά, household utensils, Men.Per.Fr.3, Diph.19.II of things not subject to touch, gentle,θάνατος Od. 18.202
;ὕπνος Il.10.2
;κῶμα 14.359
; μ. ἔπεα soft, fair words, 1.582, 6.337;λόγοι Od.1.56
;ἐπαοιδαί Pi.P.3.51
;παρηγορίαι A.Ag.95
(anap.);αὖραι X.Oec.20.18
; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar. Pl. 1022;μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Pi.N.4.95
; μ. οἶνος mild, Arist.Pr. 873b34; μ. [φωνή] soft, Id.Aud. 803a8 ([comp] Comp.); of scent, faint, delicate, Thphr.HP6.7.4; of climate, mild, ib.6.8.1. Adv.μαλακῶς, αὐλεῖν Arist.Aud. 803a20
;ἐὰν τὰ σκληρὰ μ. λέγηται Id.Rh. 1408b9
.III of persons or modes of life, soft, mild, gentle, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to handle, of a fallen hero, Il.22.373;ἐκ τῶν μ. χώρων μ. ἄνδρας γίνεσθαι Hdt.9.122
; -;ἀρνίου -ώτερος Philippid.29
; -ώτερον τὸ ἦθος τὸ τῶν θηλειῶν Arist.HA 608a25
;ἀρρένων καὶ μ. ἠθῶν καὶ πράξεων Phld.Mus.p.92
K.2 in bad sense, soft,μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Th.2.18
;μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Id.8.29
;πρὸς τὸ πονεῖν X.Mem.1.2.2
. Adv. -κῶς, ξυμμαχεῖν Th.6.78
; - ωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Id.8.50;μ. φιλεῖν X.Mem.3.11.10
.b faint-hearted, cowardly, Th.6.13, X. HG4.5.16 ([comp] Comp.), etc.c morally weak, lacking in self-control, Hdt.7.153 ([comp] Comp.);ἀντίκειται τῷ μ. ὁ καρτερικός Arist.EN 1150a33
: c. inf., ;τὸ τρυφῶν καὶ μ. Ar.V. 1455
(lyr.); μ. οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from weakness or want of spirit, Hdt.3.51, 105, Ar.Pl. 488; τὰ μ. indulgences, Epich.288, cf. X.Cyr.7.2.28.d = παθητικός, PHib.1.54.11 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.6.9, Vett.Val.113.22, D.L.7.173.e of music, soft, effeminate,μ. ἁρμονίαι Pl.R. 398e
, 411a, cf. Arist.Pol. 1290a28; tuned to a low pitch, opp.σύντονος, χρῶμα μ. Cleonid.Harm.7
, etc.f of style, feeble,τὸ -ώτερον καὶ ταπεινότερον Phld.Rh.1.197
S.g of reasoning, weak, loose,λόγος Isoc.12.4
([comp] Comp.), cf. 5.149 ([comp] Comp.);λόγος λίαν μ. Arist.Metaph. 1090b8
. Adv. -κῶς, συλλογίζεσθαι to reason loosely, Id.Rh. 1396b1 ([comp] Comp.);ἀποδεικνύειν -ώτερον Id.Metaph. 1025b13
.3 weakly, sickly, - κῶς ἔχειν to be ill, Hermipp.58, Ps.-Hdt. Vit.Hom.34, Luc.DDeor.9.1; -κῶς διάκειται PCair.Zen.263.3
(iii B.C.).IV Adv. - κῶς, v. supr. I, II, III.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακός
-
12 παράκτιος
A on the sea-side, κέλευθος, ὁδός, A.Pr. 836, S.Fr. 905 ; ;πλάξ Phryn.
Trag.5.3 ;παράκτιοι δραμεῖσθε E.IT 1424
: in Prose, οἱ π. IG5(2).268.24 (Mantinea, i B.C.) ; also later, Agath.2.16, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκτιος
-
13 πολύρροδος
πολύ-ρροδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύρροδος
-
14 πορφυρέω
A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122;χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597
(vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρέω
-
15 φοινικόροδος
φοινῑκό-ροδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικόροδος
-
16 ἀκηράσιος
A untouched, ἀ. λειμῶνες meadows not yet grazed or mown, h.Merc.72; γυίων ἄνθος ἀ. pure, fresh, AP12.93 (Rhian.); σκῆπτρα ἀ. inviolate, Epigr.Gr.907 ([place name] Sinope).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκηράσιος
-
17 ἀνήροτος
ἀνήροτος, ον,A unploughed, ; without tillage,ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109
: neut. pl. as Adv.,λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462
: metaph.,γυνὴ ἀ. Luc.Lex.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήροτος
-
18 ἀνθοκόμος
ἀνθο-κόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθοκόμος
-
19 ἀνθοσμίας
A redolent of flowers, almost always of wine,οἶνος ἀ.
with a fine bouquet,Hp.
Steril.235, Ar.Pl. 807, Ra. 1150, Pherecr. 108.30; also ἀ. (sc. οἶνος) X.HG6.2.6, Luc.Sat.22:—in Id.Lex.2 ἀ. λειμῶνες, as a pedantic phrase:—also [suff] ἀνθόσμ-ιος, ον, Sch.Ar.Ra. 1150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθοσμίας
-
20 ἁπαλοτρεφής
ἁπᾰλο-τρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλοτρεφής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λειμῶνες — Λειμών any moist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμῶνες — λειμών any moist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
пажить — ПАЖИТ|Ь (29), И с. Пажить, пастбище, луг: да опѹстѣѥть пажить юже б҃ъ благослови. и тьрниѥ и вълчьць вздрастеть на неи. и стадо ра зидетьс˫а. ЖФП XII, 28г; ѿ плода дѣлъ твоихъ насытитьсѧ землѧ. прозѧба˫а пажити скотомъ. СбЯр XIII2, 136 об.; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)