-
1 ἀπο-βροχίζω
ἀπο-βροχίζω, ab-, zuschnüren, λαιμόν Tull. Gem. 9 (IX, 410); bei Chirurg. Gefäße unterbinden; ἑαυτόν, sich henken, Polyaen. 8, 63.
-
2 ἀποβροχίζω
ἀπο-βροχίζω, ab-, zuschnüren; bei Chirurg. Gefäße unterbinden -
3 αποβροχιζω
См. также в других словарях:
βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)