-
1 Κάλλιστος
Κάλλιστοςmasc nom sg -
2 κάλλιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλιστος
-
3 κάλλιστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάλλιστος
-
4 κάλλιστος
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
-
5 κάλλιστος
καλόςbeautiful: masc nom sg -
6 κάλλιστος,-η,-ον[/*] sup. of καλός
-ων,-ονУАm4[/*] comp. of καλός -
7 Καλλίστω
Κάλλιστοςmasc nom /voc /acc dualΚάλλιστοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Κάλλιστοςmasc dat sg -
8 Καλλίστοιν
Κάλλιστοςmasc gen /dat dual -
9 Καλλίστοις
Κάλλιστοςmasc dat pl -
10 Καλλίστοισι
Κάλλιστοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
11 Καλλίστου
Κάλλιστοςmasc gen sg -
12 Καλλίστους
Κάλλιστοςmasc acc pl -
13 Καλλίστων
Κάλλιστοςmasc gen pl -
14 Καλλίστως
Κάλλιστοςmasc acc pl (doric) -
15 Κάλλιστε
Κάλλιστοςmasc voc sg -
16 Κάλλιστοι
Κάλλιστοςmasc nom /voc pl -
17 Κάλλιστον
Κάλλιστοςmasc acc sg -
18 καλός
Grammatical information: adj.Meaning: `beautiful, noble, good' (Il.); on the meaning Smothers Traditio 5 (1947) 1-57, also Kretschmer Glotta 22, 261.Other forms: Primary comp. καλλίων (Alc. ntr. κάλιον [s. below], El. καλιτερος [graphic?], rarely καλώτερος, καλλιώτερος), κάλλιστος; Dor. adv. (Alcm. 98) καλλά; cf. Wackernagel Unt. 87f.Dialectal forms: ep. Ion. κᾱλός, Boeot. καλϜοςCompounds: As 1. member rare (for καλλι-, εὑ-), e. g. καλό-φυλλος `with beautiful leaves' (Thphr.; after μακρό-, λειό-φυλλος etc.); as 2. member e. g. ἀπειρό-καλος `not knowing what is beautiful' (Pl.; from τὸ καλόν). Note esp. καλοκἀγαθία (orators, X.), univerbating abstract of καλὸς κ(αὶ) ἀγαθός (IA.; see Berlage Mnemos. 60, 20ff.)Derivatives: καλότης `beauty' (Chrysipp. Stoic. 3, 60). - With geminate: 1. κάλλος n. `beauty' (Il.), as 2. member e. g. in περι-καλλής `very beautiful' (Il., bahuvrihi); from there κάλλιμος `beautiful' (Od., h. Hom.; after κύδιμος, s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 10ff.), καλλύνω `give beauty, make beautiful, sweep' (S., Pl., Arist.) with καλλυντής `sweeper' (pap. IIa), κάλλυντρον `broom', also name of a shrub (Arist.), κάλλυνθρον `duster' (LXX, pap.), καλλυντήρια n. pl. name of a purification feast (Phot., EM), καλλύσματα pl. `dust' (Keos). Fom κάλλος further καλλονή `id.' (cf. ἡδονή), καλλοσύνη `id.' (E.). - 2. compar. καλλίων, κάλλιστος (Il.); from there καλλιόομαι `be made more beautiful' (LXX), καλλιστεύω, - ομαι `be the most beautiful' (Ion.) with καλλιστεῖον, καλλίστευμα `sacrifice of the most beautiful, price of beauty, price of honour' (S., E., inscr.). - 3. καλλι- as 1. member (Il.); e. g. καλλι-γύναικ-α, - ος, -ι `with beutiful women' (cf. Sommer Nominalkomp. 62), also in PN, from where short names like Καλλίας etc.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From Att. κᾰλός and Ion. κᾱλός, both from καλϜός (see Sommer Nominalkomp. 59 n. 3), deviate the noun κάλλος, the compar. forms καλλίων, κάλλιστος and the 1. member καλλι- through the gemination. An explanation is still wanting. The for κάλλος (and καλλίων, κάλλιστος, cf. Benveniste Origines 84; analogical καλλι- ?) proposed basis *κάλ-νος or *κάλ-ι̯ος (hardly to Skt. kalya-, s. below) do not inspire confidence, as κάλλος seems a Greek innovation; cf. Chantraine Formation 416f. The assumpion of an expressive gemination (Chantraine) is possible, but is only an emergency solution. For καλλι- too there is no good explanation. Beside καλ-Ϝός with old u̯o-suffix one would expect as 1. member καλι- (retained in κάλιον [Alc.]?), which Wackernagel KZ 61, 191ff. (= Kl. Schr. 1, 352ff.) finds back in Skt. kaly-ā́ṇa- `beautiful' (prop. `with beautiful arms, λευκώλενος'?; cf. on ὠλένη); rejected by Mayrhofer Wb. s. kalyaḥ1). After Schwyzer 447 n. 6 καλλ- would come from antevocalic *καλι̯-, from where καλλι- and as backformation κάλλος etc. Diff. Risch par. 62a: - λλ- from a comparative *κάλλων \< *καλι̯ων, from where κάλλιστος etc.? Similarly Seiler Steigerungsformen 68ff.: a comp. ntr. *κάλλον \< *κάλι̯ον was considered as positive and resulted in κάλλιον, καλλίων (from where κάλλιστος etc.). - The only non-Greek comparison is Skt. kalyā́ṇa-, with ep. class. kalya- `robust, prepared'. The Germanic words, ONo. hǫldr and OHG helid `warrior, Held' must be kept separated.Page in Frisk: 1,766-767Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλός
-
19 καλός
καλός, ή, όν, [dialect] Aeol. [full] κάλος (v. infr.), α, ον, [dialect] Boeot. [full] καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—A beautiful, of outward form, freq. of persons,κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673
: in Hom. usu. in the phraseκ. τε μέγας τε Il.21.108
, al.; μέγας καὶ κ. Od.9.513;καλή τε μεγάλη τε 13.289
, 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307;κ. ἰδέᾳ Pi.O.10
(11). 103;εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1
;κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30
;τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195
; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf.,καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396
; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147;Χρώς 5.354
, al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96; ; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc.,αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7
; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom.,Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19
, etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.2 in [dialect] Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach. 144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr. 235c.c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).3 τὸ καλόν beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207;ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84
;αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13
.II with ref. to use, good, of fine quality,κ. λιμήν Od.6.263
; Βορέῃ ἀνέμῳ.. καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.);ἐλαῖαι PHib. 1.49.12
(iii B. C.);γῆ Ev.Luc.8.15
;κ. οἶνος PFay.133.8
(iv A. D.);στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60
;ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4
;κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6
; , Grg. 474d, etc.: c. inf.,λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26
; ἐν καλῷ [ τόπῳ] in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th. 292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. Χρόνῳ ) in good time, in season, E.IA 1106; ἐν οὐ κ. Id.Or. 579; ἐν καλῷ [ ἐστι] c. inf., S.El. 384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph. 1155 (lyr.), Ar. Pax 278, Th.8.2);ἐς καλόν S.OT78
, Pl.Men. 89e, Smp. 174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει, = Lat.bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).2 of sacrifices, auspicious, ; ;ἱερά Th.4.92
;τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9
;κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3
: c. inf.,ἰέναι.. κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3
: Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax 868.III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut.,οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166
, cf. 17.381;μεῖζον κλέος.. καὶ κάλλιον 18.255
; freq. καλόν [ ἐστι] c. inf.,κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615
; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440;οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294
; so in Trag.,καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72
, etc.;μάθετε καλὸν ποιεῖν LXXIs.1.17
: [comp] Comp.,οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159
, cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc.,κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4
(unless of persons here); κ. ἔργματα noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr. 839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in pl., excellences,πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45
; ; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.2 τὸ κ. moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp. 183d, etc.;ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17
, cf. E.Ba. 881 (lyr.), Pl. Ly. 216c;οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg. 474d
, cf. Smp. 201e; τοὐμὸν κ. E.Supp. 300.3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; laterκ. ποιμήν Ev.Jo.10.11
;κ. στρατιώτης
2 Ep.Tim.2.3
.IV in [dialect] Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu. 209;κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El. 393
, cf. E.Ba. 652;κ. Χάρις D.9.65
;κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121
;καί σοι.. θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003
;μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89
.B Degrees of [comp] Comp.: [comp] Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [pron. full] [ᾰ] Alc.134: [comp] Sup. κάλλιστος, η, ον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or - ότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr. 966; alsoκαλώτερος Hdn.Epim.69
.C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as Adv.,κ. ἀείδειν Il.18.570
, Od.1.155;καλά Il.6.326
; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.II regul. Adv. [full] καλῶς ([dialect] Dor. [full] καλώς Sophr.22), well, rightly,οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64
; κ. ζῆν, τεθνηκέναι, etc., S.Aj. 479, etc.; κ. φρονεῖν to be in one's right mind, Id.Fr. 836;οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr. 457
; κ. ἀγωνιεῖσθαι fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39;κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6
;κάλλιον λέγεις Pl.Tht. 161b
;κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT 1172
: freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt. 319e, Prm. 128b, etc.2 of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν, = εὖ π., A.Pr. 979, S.Ant. 271;κ. καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm. 172a
; κ. ἔχειν to be well, A.Th. 799, etc.;κ. ἔχει σοι Ar.Ach. 946
, cf. S.El. 816; κ. ἔχει c. inf., 'tis well to.., X.Mem.3.11.1: c. gen., κ. ἔχειν τινός to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29;κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36
;εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117
;οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη κ. ἔχειν, εἰ.. X.Mem.1.3.3
;καλλιόνως ἔχει Pl.Tht. 169e
, etc.;κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma. 295b
.3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether,τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr. 317
, = S. Fr. 934;κ. ἔξοιδα Id.OC 269
, cf. OT 1008;κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108
: [comp] Comp.,κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma. 300d
; κάλλιον ἐοικέναι to be just like , Hp.Genit.8.5 κ. ποιῶν rightly, deservedly,κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl. 863
, cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf.,κ. π. γράψαι BGU1203.7
(i B. C.), etc.6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or. 1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra. 888;κ. ἔχει Antiph.165
, Men.Pk. 266; πάνυ κ. Ar.Ra. 512; ἀμέλει κ. ib. 532: [comp] Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib. 508;ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3
.8 κ. ὁ ἱερεύς hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).9 repeated with the Adj.,καλὴ καλῶς Ar.Ach. 253
, Pax 1330, Ec. 730;καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Pi.O.9.94
.10 [comp] Comp.καλλιόνως Pl.Tht.
l.c., Lg. 660d: [comp] Sup.καλλίστως PMag.Par.1.2443
,2465, Sch.E.Hec. 310.D for compds., v. καλλι-, καλο-.E Quantity: [pron. full] ᾱ in [dialect] Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th. 585): [pron. full] ᾰ in Lyr. (exc.κᾱλῶς B.12.206
) and Trag. (A. Fr. 314, S.Ph. 1381 are corrupt).--In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets [pron. full] ᾰ or [pron. full] ᾱ (the latter usu. in thesi);τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19
, cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.--In [comp] Comp., [pron. full] ῐ in Hom., [pron. full] ῑ in Trag. and later. -
20 καλλίων
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
См. также в других словарях:
Κάλλιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… … Dictionary of Greek
κάλλιστος — καλός beautiful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Κάλλιστος, Γεώργιος — (Georgius Calixtus, 1586 – 1656). Γερμανός λουθηρανός θεόλογος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χέλμστατ … Dictionary of Greek
Κάλλιστος, Νικηφόρος — Βλ. λ. Ξανθόπουλος, Νικηφόρος … Dictionary of Greek
Κάλλιστος, Φυντίκης — (; – 1858). Επίσκοπος Κυδωνίας της Κρήτης. Διακρίθηκε για τη δράση του στην Επανάσταση του 1821. Συνεργάστηκε με τους πρωτεργάτες του Αγώνα στην Κρήτη. Ο διοικητής Βελή Εντίν, στις 11 Μαΐου 1858, κάλεσε τον Κ. στο διοικητήριο των Χανίων και τον… … Dictionary of Greek
Καλλίστω — Κάλλιστος masc nom/voc/acc dual Κάλλιστος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίστοιν — Κάλλιστος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίστοις — Κάλλιστος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίστοισι — Κάλλιστος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)