-
1 μαχής
μαχάωwish to fight: pres ind act 2nd sg (doric)μαχάωwish to fight: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic)συμμαχέωto be an ally: pres ind act 2nd sg (doric) -
2 μαχῆς
μαχάωwish to fight: pres ind act 2nd sg (doric)μαχάωwish to fight: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic)συμμαχέωto be an ally: pres ind act 2nd sg (doric) -
3 μάχης
μάχηbattle: fem gen sg (attic epic ionic)μαχάωwish to fight: pres ind act 2nd sgμαχάωwish to fight: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 πεζο-μάχης
πεζο-μάχης, ὁ, = πεζομάχος, Pind. P. 2, 65.
-
5 τειχο-μάχης
τειχο-μάχης, ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.
-
6 φαλαγγο-μάχης
φαλαγγο-μάχης, ὁ, der mit, in der Phalanx Kämpfende, übh. der im Fußvolke Kämpfende; auch ἔλεφας, Philp. 29 (IX, 285).
-
7 κεραυνο-μάχης
κεραυνο-μάχης, ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).
-
8 εὐθυ-μάχης
εὐθυ-μάχης, ὁ, in offener Schlacht kämpfend, άνήρ Pind. Ol. 7, 15.
-
9 μαραθωνο-μάχης
μαραθωνο-μάχης, ὁ, und - μάχος, ὁ, s. Herm. u. Elmsl. zu Ar. a. a. O., ein Marathonkämpfer, der in der Schlacht bei Marathon mitgekämpft hat, sprichwörtlich ein ausgezeichneter Kämpfer von altem Schrot u. Korn; Ar. Ach. 181 Nubb. 986; Theaet. Schol. 3 ( Plan. 233); D. L. 1, 56; vgl. Jacobs zu Anth. Pal. p. 876.
-
10 ναυ-μάχης
ναυ-μάχης, ὁ, = ναυμάχος, Sp.
-
11 μονο-μάχης
μονο-μάχης, ὁ, = μονομάχος; Clem. Al.; S. Emp. pyrrh. 1, 156. 3, 212 Bekk.
-
12 λειοντο-μάχης
λειοντο-μάχης, ὁ, p. statt λεοντομάχης, der Löwenkämpfer, Herakles, Theocr. ep. 19 (IX, 598).
-
13 λιμνο-μάχης
λιμνο-μάχης, bei den Spielen in den λίμναι (s. nom. pr.) Kämpfender, Hesych.
-
14 θηριο-μάχης
θηριο-μάχης, ὁ, = ϑηριομάχος, D. Sic. exc. p. 537, 44.
-
15 ὀφιο-μάχης
ὀφιο-μάχης, ὁ, = Folgdm, Suid.
-
16 ὀδοντο-μάχης
ὀδοντο-μάχης, ὁ, der mit den Zähnen Kämpfende, κάπρος, Eust.
-
17 ὁπλο-μάχης
ὁπλο-μάχης, ὁ, der mit schweren Waffen kämpft, Plat. Euthyd. 299 c.
-
18 ῥῑγο-μάχης
ῥῑγο-μάχης, ὁ, od. ῥιγομάχος, der mit dem Frost, der Kälte Streitende, Lucill. 6 (XI, 155).
-
19 ῥῑνο-μάχης
ῥῑνο-μάχης, ὁ, Schildkämpfer (?), Aret.
-
20 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσϑαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
См. также в других словарях:
μαχῆς — μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) συμμαχέω to be an ally pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχης — μάχη battle fem gen sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg μαχάω wish to fight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
τανκ — Παραπλανητική ονομασία που έδωσαν οι Άγγλοι (1915) στα άρματα μάχης, η οποία και καθιερώθηκε. Bλ. λ. άρμα μάχης. Γερμανικά άρματα μάχης τύπου Λέοπαρντ (φωτ. ΑΠΕ). * * * (I) το, Ν στρ. αγγλική ονομασία τού άρματος μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank… … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek