Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρίαινα

См. также в других словарях:

  • τριαίνᾳ — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίαινα — trident fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίαινα — η, ΝΜΑ μυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.) νεοελλ. καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνι αρχ. 1. είδος περόνης με τρεις οδόντες 2. τριαινοειδές δόρυ 3. μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τρίαινα — η 1. καμάκι με τρεις αιχμές για το ψάρεμα μεγάλων ψαριών, τρικράνι. 2. όπλο και σύμβολο του Ποσειδώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριαίνας — τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem acc pl τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαίναι — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαίναις — τρίαινα trident fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαίνης — τρίαινα trident fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαίνῃ — τρίαινα trident fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίαιναι — τρίαινα trident fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίαιναν — τρίαινα trident fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»