-
1 διώρυγες
διώ̱ρυγες, διῶρυξtrench: fem nom /voc pl -
2 κλειστός
A that can be shut or closed,κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344
;χῶμα γαίας κ. E.Fr. 617
,βεβαίως κ. Th.2.17
;κ. λιμήν Id.7.38
;κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19
, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.;κ. ὕδωρ Aristobul.35
J.;θυρίδες κ. D.S.20.85
, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλειστός
-
3 συνάπτω
I in physical sense, Χειρὶ Χεῖρα, of dancers, Ar.Th. 955 (lyr.); ξ. καὶ ξυνωρίζου Χέρα, in sign of friendship. E.Ba. 198, cf. IA 832, Pl.Lg. 698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν Χεῖρα) E.Ph. 106; but σ. Χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba. 615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξ. πόδα, σ. ἴχνος τινί, meet him, Id. Ion 538 (troch.), 663;πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37
; δρόμῳ ς. meet in full career, ib. 1101; ξ. κῶλον τάφῳ approach the grave, Id.Hel. 544;φόνος ξ. τινὰ γᾷ Id.Ph. 673
(lyr.); ξ. βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba. 747; στόμα ς. kiss one, Id.IT 375; κακὰ κακοῖς ς. link misery with misery, Id.HF 1213 (lyr.); κακὰ ξ... τινί link him with misery, Id.Med. 1232; prov., σ. λίνον λίνῳ join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd. 298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ ς. E.IT 488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξ. δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id. Ion 807 (troch.).2 metaph. of combination in thought,σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R. 588d
;σ. ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph. 252c
;ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17
;εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph. 1027b32
(διαιρεῖ Alex.Aphr.
); ἀδύνατα ς. Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13;σ. τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18
; σ. μηχανήν frame a plan, A.Ag. 1609, cf. E.Hel. 1034; σ. ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59];σ. λόγον πρός τι D.60.12
;πρὸς τὸ ἄκρον οὐ σ. τὸν συλλογισμόν Arist. APr. 69a18
; σ. ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως" take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but σ. τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to,τί τινι Epicur.Nat.11.9
, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—[voice] Pass.,συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph. 245e
, cf. Phd. 60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence,συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546
.II with regard to persons,1 in hostile sense, σ. τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς.. ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp. 480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in.., Id.Ba. 1303; for S.Aj. 1317, v. συλλύω 11.b σ. μάχην join battle, Hdt.6.108;στρατεύματι A.Pers. 336
, cf. E.Heracl. 808;σ. πόλεμον πρός τινας Th. 6.13
;συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55
, cf. Hdt.1.18;τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459
;σ. ἀλκήν Id.Supp.683
; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach. 686 (troch.);σ. συνάψεις LXX 4 Ki.10.34
;σ. φασγάνων ἀκμάς E.Or. 1482
(lyr.); ; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—[voice] Pass.,μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158
, cf. 6.94.2 in friendly sense, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί enter into conversation with him, Ar.Lys. 468 (cf. infr. B.11.1);φιλία σ. τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22
:—[voice] Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.b c. acc. rei,σ. μῦθον E.Supp. 566
;σ. ὅρκους Id.Ph. 1241
;κοινωνίαν X.Lac.6.3
;φιλίαν πρός τινα D.H.19.13
, cf. 2.30; freq. in E., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph. 1049 (lyr.), 49, Andr. 620, etc.; ;τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5
:—in [voice] Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός get one's daughter married, Th. 2.29:—[voice] Pass.,οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7
(iv A.D.);ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5
(iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή,.. συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.);μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227
B.III Math., esp. in [tense] pf. [voice] Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ.. καὶ τοῦ.. the ratio is compounded of.., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη continued proportion (cf.συνεχής 1.3
), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.2 in Music, συνημμένα τετράχορδα conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ σ., hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf.συνάρτησις 11
.B intr.:I in local sense, border on, lie next to, ;Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers. 885
(lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [ τῷ ποταμῷ] reaching to.., Plb.3.67.9; .7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421
; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712;αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA 516a30
; δύο πόροι εἰς ἓν ς. ib. 508a13; τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις ib. 507a5; ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα ib. 507a28; of the sides of a cone,πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4
.2 of Time, to be nigh at hand,ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;σ. πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25
;συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8
;συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1
, etc.3 metaph., σ. ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN 1156b18; οὐ σ. [ αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib. 1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι ς. Id.Metaph. 1042a15;σ. πρός τι Id.Pol. 1276a7
, Cat. 4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA 580a15; λύπη σ. [ τῷ θεραπεύειν] E.Hipp. 187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ will border upon death, Epicur.Fr. 448; σ. εἴς τι have reference to, Thphr.CP6.1.2.II of persons, ξ. λόγοισιν enter into conversation, S.El.21;ἐς λόγους σ. τινί E.Ph. 702
; σ. εἰς Χορεύματα join the dance, Id.Ba. 133 (lyr.); ἐς Χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; σ. εἰς τὸν καιρόν come in just at the right time, Plb.3.19.2; σ. τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.;σ. εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4
;πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10
, etc.2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., - πτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction ([etym.] συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.C [voice] Med., unite for oneself and so form,φιλίαν D.S.13.32
;κῆδος D.C.41.57
; v.supr.A.11.2b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάπτω
-
4 ἰσχυρός
A strong, esp. of personal strength, S.Ph. 945, E.Fr. 290, etc.; of things,ἰ. βέλος Alc.15.4
;ῥεύματα Hdt.8.12
; ἰ. χθών hard, A.Pers. 310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr.HP7.6.1; of armies,ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30
; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.;τῆς χώρης τὸ -ότατον Hdt.1.76
; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit. 130;- ότατον τεκμήριον SIG685.84
(Crete, ii B.C.).2 powerful,ἄλοχος Διός A.Supp. 302
; ; ;ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136
;οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14
: [comp] Comp.-ότερος, ἐς πειθώ Democr.51
;ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος -ότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11
.3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29;λιμός Ev.Luc.15.14
;ἀναγκαίη Hdt.1.74
; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος -ότατος, ἀνάγκαι -όταται, Antipho 5.11, 6.25;νόσημα Hp.
Acut.(Sp.) 4;βήξ Th.2.49
; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R. 388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9; ; γνώμη -οτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται -οτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.II Adv. - ρῶς strongly, with all force,ἐγκεῖσθαι Th.1.69
, etc.;φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11
.2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰ. ib. 183;διώρυγες ἰ. βαθεῖαι X.An.[1.7.15]
, etc.;ἰ. χλωρόν Hp.Prog.11
; κίνησις νωθὴς ἰ. Arist.HA 503b9;ἰ. φιλοπλάτων Phld.
Ind Sto.61: with Verbs, ἰ. ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰ. τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: [comp] Comp.- οτέρως Heraclit.114
, Hdt.3.129;- ότερον X.Cyr.4.5.12
, etc.: [comp] Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυρός
См. также в других словарях:
διώρυγες — διώ̱ρυγες , διῶρυξ trench fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… … Dictionary of Greek
Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά … Dictionary of Greek
Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… … Dictionary of Greek
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek