-
1 ἰσχυρός
ἰσχυρός, ά, όν (s. ἰσχύς, ἰσχύω; Aeschyl.+) comp. ἰσχυρότερος (Hdt.+; ins, pap, LXX; Ar. 1, 2; Just., D. 103, 3; Ath. 34, 2) gener. ‘strong, mighty, powerful’.① pert. to being strong physically, mentally, or spiritually, strong, of living beingsⓐ of transcendent beings: of God (SIG 216, 1 [IV B.C.] ἰσχυρῷ θειῷ [=θεῷ s. note 4] Σανέργει; Dt 10:17; 2 Macc 1:24 and oft.; TestSol C 12, 3; Philo, Spec. Leg. 1, 307; PGM 10, 11; 12, 374; 36, 105; Just., D. 103, 3) Rv 18:8. Of angels (PGM 3, 71f ἄγγελος κραταιὸς κ. ἰσχυρός) 5:2; 10:1; 18:21. Of Christ 1 Cor 10:22; cp. also Lk 11:22 (s. below on Lk 11:21). Of the one to come after John the Baptist ἰσχυρότερός μου (cp. Judg 5:13 A; PGM 13, 202) Mt 3:11; Mk 1:7; Lk 3:16. τὸ ἀσθενὲς τ. θεοῦ ἰσχυρότερον τ. ἀνθρώπων 1 Cor 1:25 (cp. Philo, Ebr. 186 τὸ ἀσθενές … τὸ ἰ.). Of Satan, who may be the ἰσχυρός of the parable Mt 12:29; Mk 3:27; Lk 11:21 (cp. PGM 5, 147 the δαίμων, who calls himself ἰσχυρός, and the ἰσχυρός of 13, 203 who, acc. to 197 is ἔνοπλος, as well as the Φόβος καθωπλισμένος 528 fighting the ἰσχυρότερος 543; Mel., P. 102, 783). In case Satan is not meant, these passages, together w. Lk 11:22 (s. above) belong under b below.ⓑ of human beings (opp. ἀσθενής as Philo, Somn. 1, 155; Tat. 32, 2f) 1 Cor 4:10; Agr. 4.—1J 2:14; Hs 9, 15, 1. ἰ. ἐν πολέμῳ mighty in war Hb 11:34. ἐν τῇ πίστει Hv 3, 5, 5; m 11, 4. οἱ ἰσχυροί (Ps.-X., Constitution of Athens 1, 14; 4 Km 24:15 codd.; Da 8:24 Theod.) Rv 6:15; 19:18. ὁ ἰ. 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2. Even the neut. τὰ ἰσχυρά refers to persons 1 Cor 1:27.② pert. to being high on a scale of extent as respects strength or impression that is made, violent, loud, mighty, etc., of things (cp. IAndrosIsis, Kyme 16 of justice) ἄνεμος violent (TestSol 6:1 D; Dio Chrys. 60 and 61 [77 and 78], 7 χειμὼν ἰ.) Mt 14:30 v.l.; βροντή loud Rv 19:6. κραυγή Hb 5:7. φόβος Hm 7:4 (=the fear of the Lord is very productive). πίστις 9:7, 10. μετάνοια Hs 7:6. λίθος solid, mighty (Sir 6:21) B 6:2. πέτρας ἰ. B 11:5 (Is 33:16). λιμός a severe famine Lk 15:14 (cp. Petosiris, Fgm. 6, ln. 49 λιμὸς ἰ.; Hdt. 1, 94; SIG 495, 59 [c. 230 B.C.] σιτοδείας γενομένης ἰσχυρᾶς; Gen 41:31). πόλις mighty (Is 26:1 v.l.; TestJud 5:1) Rv 18:10 (cp. also τεῖχος X., Cyr. 7, 5, 7; 1 Macc 1:33 v.l. Kappler; πύργος Judg 9:51 B). φωνή loud (Aesop. Fab. 420 P. ἰσχυρᾷ τῇ φωνῇ; Ex 19:19; Da 6:21 Theod.) Rv 18:2; παράκλησις ἰ. strong encouragement Hb 6:18. ἰσχυροτέρας ἀποκαλύψεις more meaningful revelations Hv 3, 10, 8. ῥῆμα mighty 1, 3, 4. (W. βέβαια and τεθεμελιωμένα) πάντα ἰσχυρά everything is secure 3, 4, 3. θέσις Hv 3, 13, 3. (W. βαρεῖαι, as TestJud 9:2) ἐπιστολαί weighty and strong (cp. X., Cyr. 3, 3, 48; Wsd 6:8) letters 2 Cor 10:10. Avoided in J (s. MBoismard, Le chaiptre 21 de StJean: RB 54, ’47, 491).—B. 295. DELG s.v. ἰσχύς. M-M. TW. -
2 ισχυρός
-
3 ἰσχυρός
-
4 ἰσχυρός
A strong, esp. of personal strength, S.Ph. 945, E.Fr. 290, etc.; of things,ἰ. βέλος Alc.15.4
;ῥεύματα Hdt.8.12
; ἰ. χθών hard, A.Pers. 310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr.HP7.6.1; of armies,ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30
; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.;τῆς χώρης τὸ -ότατον Hdt.1.76
; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit. 130;- ότατον τεκμήριον SIG685.84
(Crete, ii B.C.).2 powerful,ἄλοχος Διός A.Supp. 302
; ; ;ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136
;οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14
: [comp] Comp.-ότερος, ἐς πειθώ Democr.51
;ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος -ότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11
.3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29;λιμός Ev.Luc.15.14
;ἀναγκαίη Hdt.1.74
; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος -ότατος, ἀνάγκαι -όταται, Antipho 5.11, 6.25;νόσημα Hp.
Acut.(Sp.) 4;βήξ Th.2.49
; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R. 388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9; ; γνώμη -οτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται -οτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.II Adv. - ρῶς strongly, with all force,ἐγκεῖσθαι Th.1.69
, etc.;φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11
.2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰ. ib. 183;διώρυγες ἰ. βαθεῖαι X.An.[1.7.15]
, etc.;ἰ. χλωρόν Hp.Prog.11
; κίνησις νωθὴς ἰ. Arist.HA 503b9;ἰ. φιλοπλάτων Phld.
Ind Sto.61: with Verbs, ἰ. ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰ. τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: [comp] Comp.- οτέρως Heraclit.114
, Hdt.3.129;- ότερον X.Cyr.4.5.12
, etc.: [comp] Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυρός
-
5 ἰσχυρός
-ά,-όν + A 14-34-32-48-32=160 Gn 14,5; 41,31; 50,10; Ex 19,19; Nm 13,18strong Gn 14,5; powerful, mighty Dt 2,10; ὁ ἰσχυρός the Mighty One 2 Sm 22,31→NIDNTT; TWNT -
6 ισχυρός
1) forceful2) mighty3) powerful4) stiffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ισχυρός
-
7 ισχύρ'
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰσχῡρέ, ἰσχυρόςstrong: masc voc sgἰσχῡραί, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc pl -
8 ἰσχύρ'
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰσχῡρέ, ἰσχυρόςstrong: masc voc sgἰσχῡραί, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc pl -
9 ισχυρότατ'
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl plἰσχῡρότατε, ἰσχυρόςstrong: masc voc superl sgἰσχῡρόταται, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc superl pl -
10 ἰσχυρότατ'
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl plἰσχῡρότατε, ἰσχυρόςstrong: masc voc superl sgἰσχῡρόταται, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc superl pl -
11 ισχυροτάτω
ἰσχῡροτάτω, ἰσχυρόςstrong: masc /neut nom /voc /acc superl dualἰσχῡροτάτω, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl sg (doric aeolic)——————ἰσχῡροτάτῳ, ἰσχυρόςstrong: masc /neut dat superl sg -
12 ισχυροτέρα
ἰσχῡροτέρᾱ, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc comp dualἰσχῡροτέρᾱ, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἰσχῡροτέρᾱͅ, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
13 ισχυρά
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
14 ἰσχυρά
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
15 ισχυρότερον
ἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp sgἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
16 ἰσχυρότερον
ἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp sgἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
17 ισχυροτάτας
ἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc superl plἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl sg (doric aeolic) -
18 ἰσχυροτάτας
ἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc superl plἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl sg (doric aeolic) -
19 ισχυροτάτη
ἰσχῡροτάτη, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἰσχῡροτάτῃ, ἰσχυρόςstrong: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
20 ισχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl
См. также в других словарях:
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… … Dictionary of Greek
ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek