-
1 κληϊστός
κληϊστός: that may be closed, Od. 2.344†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κληϊστός
-
2 κλειστός
A that can be shut or closed,κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344
;χῶμα γαίας κ. E.Fr. 617
,βεβαίως κ. Th.2.17
;κ. λιμήν Id.7.38
;κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19
, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.;κ. ὕδωρ Aristobul.35
J.;θυρίδες κ. D.S.20.85
, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλειστός
См. также в других словарях:
κληιστός — κληϊστός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. κλειστός … Dictionary of Greek
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek
πολυκλήϊστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς δεσμούς, πολλούς συνδέσμους 2. (κατ επέκτ.) στέρεος, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληϊστός, ιων. τ. τού κλειστός «κλειδωμένος, σφαλιστός»] … Dictionary of Greek