-
1 διακείσθαι
-
2 διακεῖσθαι
-
3 δύσκολος
I of persons, prop. hard to satisfy with food (cf. Ath.6.262a): but, generally, hard to please, discontented, fretful, peevish, Ar.V. 942; ;δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία Pl.Lg. 649e
, cf. Arist.EN 1108a30, etc.;τὸ δ. Pl.Lg. 791c
; of animals, intractable, Id.Tht. 174d ([comp] Comp.): so in Adv. δυσκόλως, ἔχειν, διακεῖσθαι πρός τινα, D.19.132, Isoc.3.33;δυσκολώτερον διακεῖσθαι Pl. Phd. 84e
.II of things, troublesome, harassing,δ. ἡ ἡνιόχησις Id.Phdr. 246b
;πυρετοί Hp.Coac.38
: generally, unpleasant,ἄν τι δ. συμβῇ D.18.189
, cf. Men.89;εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D. 18.176
; καιροὶ δ. difficult times, IG22.682.33. Adv. - λως, ὑπακούειν Hp.Epid.3.8
.2 difficult to explain, Arist.SE 180b5, Metaph. 1001b1; δ. ἐστι it is difficult, Ev.Marc.10.24, cf. Onos.1.15 ([comp] Comp.);τὰ μὲν ῥάδια.. τὰ δὲ δ. Phld.Po.994.24
. Adv. - λως hardly, with difficulty, Ev.Marc.10.23,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκολος
-
4 φρόνιμος
III sensible, prudent, opp. ἄφρων, Gorg. Fr.6; ; opp.ἀνόητος, Isoc.2.14 ([comp] Comp.);τὸν φρόνιμον ζητοῦντας.. ὥσπερ ἀποδεδρακότα Bato 2.3
;ὡς ἂν ὁ φ. ὁρίσειε Arist. EN 1107a1
, al.; φ. περί τινος possessing sagacity or discernment in a thing, X.Cyr.1.6.15, 21 ([comp] Comp.); ([comp] Comp.), Isoc. 12.161 ([comp] Comp.);εἴς τι Pl.Alc.1.125a
;ἐν τῷ σίτῳ φ. καὶ μέτριοι X. Cyr.5.2.17
.2 of thoughts, acts, and the like ,φ. τι ἐργάσασθαι Ar. Lys.42
; φιλόπολις ἀρετή, φρόνιμος ib. 547 (lyr.).3 of birds as giving omens, (lyr.).b sagacious, of animals, Pl.Plt. 263d, Arist.HA 488b15, PA 648a8 ([comp] Comp.), 687a8 ([comp] Sup.), GA 753a11 ([comp] Comp.), al.4τὸ φ.
practical wisdom, prudence,E.
Fr.52.9 (lyr.), Pl.R. 586d, al.; opp. τὸ ἄφρον, Id.Phdr. 235e;ἰέναι ἐπὶ τὸ φρονιμώτερον X.Smp.8.14
: pl., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα helpless in point of wisdom, S.OT 692 (lyr.);τὰ -ώτερα ποιεῖν Isoc.15.211
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρόνιμος
-
5 χαλεπός
A difficult (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Pl.Prt. 341d
: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh. 1363a24, in various relations):I in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.),κεραυνός Il.14.417
;θύελλα 21.335
;ἄνεμοι Od.12.286
;πόνος 23.250
; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169;γῆρας Il.8.103
;ἄλη Od.10.464
;χαλεπώτερος ἄεθλος Hes.Th. 800
; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων - ώτερα Hdt.6.40;χ. πνεῦμα A.Supp. 166
(lyr.); (lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr. 1273 (anap.); (lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph. 245e ([comp] Comp.), etc.; ; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χ. τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χ. hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.;τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Pi.Fr. 131
, cf. Plot.5.9.14: [comp] Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c.2 hard to do or deal with, difficult, irksome,- ώτατον ἔργον ἁπάντων Ar.Eq. 516
(anap.); cf. Th.3.59 ([comp] Sup.), etc.; χαλεπὰ τὰ καλά prov. ap.Pl.Hp.Ma. 304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.;χαλεπὸν ὁ βίος X.Mem.2.9.1
, cf. Pl.Plt. 299e: c. inf. [voice] Act. or [voice] Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482; ; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305;χ. προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc. 386
;χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pi.N.10.72
;χ. προσπολεμεῖν Isoc.4.138
, cf. Th.7.51 ([comp] Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R. 330c, 412b, 502c;χ. πάσχειν Id.Cri. 49b
([comp] Comp.): also c. inf. [voice] Pass., , cf. Th. 3.94, etc.;χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος Arist.Ph. 212a8
; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do.., Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156.4 of ground, difficult, rugged,χωρία χ. καὶ πετρώδη Th.4.9
;ὁδός Id.5.58
, Pl.R. 328e;χ... καὶ προσάντης.. ὁδός ἐστιν Anaxandr.56
;πρόσοδοι X.An.5.2.3
; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον -ώτατον a place most difficult to take, ib.4.8.2.II of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R. 493b ([comp] Sup.), Arist.EN 1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201;χαλεποί τε καὶ ἄγριοι 8.575
;- ώτερος
a more bitter enemy,Th.
3.40; - ώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21;- ώτεροι πάροικοι Id.3.113
;χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα Men.18
: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388; , etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R. 375c, Arist.Pol. 1328a8 (alsoπρὸς τοὺς δρόμους X.Cyn.5.17
);ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις Theoc. 22.145
.b of words,χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245
, etc.;ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Od.17.395
; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438, Od.17.189;φῆμις 14.239
;μῆνις Il.5.178
.c esp. of judges,ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Hdt. 1.100
, cf. Pl.Criti. 107d, And.4.36; alsoχ. ἀρχή Th.1.77
; ([comp] Comp.); ([comp] Comp.), D.21.44, 35.50.d savage, fierce,κύνες X.An.5.8.24
, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA 624b30 ([comp] Comp.); [θηρία] χ. τὰς φύσεις Pl.Plt. 274b
.2 ill-tempered, testy,χ. ὢν καὶ δύσκολος Ar.V. 942
, cf. Isoc.19.26;ὀργὴν χ. Hdt.3.131
; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys. 1116.3 of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 ([comp] Sup.).B Adv. - πῶς hardly, with difficulty,διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424
;χ. δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20.186
;χ. κε φύγοις κακόν Hes.Op. 684
;χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν E.Med. 121
(anap.);χ. γνῶναι Antipho 3.2.1
;τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν Isoc.1.18
, cf. 44; οὐ or μὴ χ. without much ado, Th.1.2, 7.81, etc.2 hardly, scarcely,δοκέω.. χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.7.103
;χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Lys.29.2
;χ. ἂν πείσαιμι Pl.Phd. 84d
.3 χ. ἔχει, = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6.II of persons, angrily, cruelly, harshly,χ. τιμωρεῖσθαι Id.3.46
;ἀποκρίνασθαι Id.5.42
, cf. E.Hipp. 203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr. 269b; χ. φέρειν τι take it ill, Th.2.16, Pl.R. 330a, etc.; also χ. ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3;ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ Id.HG7.4.21
, cf. D.H.3.50; alsoχ. φέρειν τινός Th.2.62
; alsoχ. λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός Hdt.2.121
.δ; χ. λαμβάνειν περί τινος Th.6.61
; of the laws (cf. supr. 11.1c),χ. προστάττειν Pl.Lg. 925d
.2 freq. in the phrase χ. ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16;πρὸς τοὺς λόγους Isoc.3.3
, cf. 51; χ. ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43;χ. διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας Isoc.Ep. 7.5
;χ. πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι Pl.R. 500b
;χ. πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν Isoc.8.79
;ἐπί τινι χ. διατεθείς Plu.Per.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλεπός
-
6 ὀλίγωρος
A littlecaring, lightly-esteeming, contemptuous, of persons,χαλεπός τε καὶ ὀ. Hdt.3.89
;οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208
, etc. ;σοβαρὸς καὶ ὀ. τρόπος Id.59.37
: c. gen., τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν.. ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων a peace more regardless of Hellenic rights, Isoc.12.106. Adv. - ρως neglectfully, carelessly,ὀ. καὶ ῥᾳθύμως φέρειν D.59.111
;ὀ. καὶ πάντοθεν λαμβάνειν Arist.EN 1121b1
; ὀ. ἔχειν to be careless, negligent,περὶ τὰς ἐπιθυμίας Pl.Phd. 68c
, X.HG1.6.20 ; τινος with regard to.., Lys.26.9, Is.3.37, etc.;περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2
;ὀ. διακεῖσθαι Lys.1.3
; ὀ. διακεῖσθαι πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5 ;ὀ. ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην Aeschin.1.67
.II of things, scornful,ὀλίγωρον.. πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλίγωρος
-
7 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
8 δοκιμαστικός
A of or for scrutiny,δύναμις Arr.Epict.1.1.1
, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v. l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. - κῶς approvingly,διακεῖσθαι Stoic.3.160
.II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοκιμαστικός
-
9 δύσκρατος
δύσ-κρᾱτος, ον,A of bad temperament,ἀήρ Str.2.3.1
, cf. Gal.9.912. Adv.- τως Id.10.518; διακεῖσθαι Ps.-Plu.Vit.Hom.202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκρατος
-
10 δύσκροτος
δύσ-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκροτος
-
11 δύσχρηστος
A hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14;ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ.. δ. X.Cyr.3.3.26
; intractable,κύνες Id.Cyn.3.11
; of troops, Plb.4.11.8 ([comp] Sup.); δ. ἐξουσία hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. - τως, διακεῖσθαι to be in difficulties, unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops,ἀπαλλάττειν Id.4.64.7
;δ. ἔχειν Plu.Aem.19
:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσχρηστος
-
12 εὐανάκλητος
εὐανά-κλητος, ον,II easy to recall,πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον Plu.Cim.17
;εὐ. ἑαυτὸν παρέχειν Id.TG2
. Adv.εὐανακλήτως, διακεῖσθαι πρός τινα M.Ant.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐανάκλητος
-
13 εὐάρεστος
A wellpleasing, acceptable, τὸ ἀγαθὸν εὐ. Cleanth.3.6; τινι LXX Wi.4.10, Ph. 2.69, 2 Ep.Cor.5.9, etc.; τισι Ath.Mitt.15.134 ([place name] Nisyrus); ;ἐν τοῖς ἀναλώμασι Inscr.Prien.114.15
(i B.C.): abs., ἀποδημία εὐ. Ph.2.77;θέλημα τοῦ θεοῦ Ep.Rom.12.2
; χρῆσις pleasant, Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; σύμμαχοι prob.in PHib.1.15.26 ([comp] Comp., iii B.C.); τὸ εὐ. Ph.1.585. Adv. - τως, ἔργον συνετέλεσεν IG12(8).640.10
(Peparethus, ii B.C.): [comp] Comp. - οτέρως, διακεῖσθαί τινι X.Mem.3.5.5
( εὐαρεσκοτέρως codd.); -τως ἱερησάμενος SIG708.20
(Istropolis, ii B.C.), cf IPE12.94 ([place name] Olbia);λατρεύειν τῷ θεῷ Ep.Hebr.12.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρεστος
-
14 εὐήκοος
3 inclined to give ear, of the gods,θνατοῖς AP9.316.5
(Leon.), cf. IG12(2).101, 105 (Mytil.); written εὐήκουος, Sammelb.4607.5: generally, inclined,πρὸς μεταβολήν Thphr.CP 2.14.5
([comp] Sup.). Adv. - όως, διακεῖσθαι πρός τι Plb.27.7.7
.II [voice] Pass., easily heard, audible, Arist.Top. 107b2; -οώτερα τὰ τῆς νυκτός Id.Pr. 899a19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήκοος
-
15 εὐλαβής
A taking hold well, holding fast, clinging, metaph.,πενία Luc.Tim. 29
: lit. in Adv.εὐλαβῶς, κατέχειν Ael.NA3.13
, 6.55 ([comp] Sup.): but mostly,II metaph., undertaking prudently, discreet, cautious, Democr.91, Pl.Plt. 311a, al.; τὸ εὐλαβές, = εὐλάβεια, ib.b;εὐλαβὴς περί τι Plu.CG3
; τὸ πρὸς τὰ μεγάλα τῶν τετολμημένων εὐ. Hdn.2.8.2; εὐ. ἀπό τινος keeping from.., LXX Le. 15.31. Adv. -;εὐ. διακείμενος D.S.13.12
, etc.: [comp] Comp. - εστέρως E.IT 1375; -έστερον διακεῖσθαι πρός τι Plb.1.18.1
.2 reverent, pious, LXX Mi.7.2 (v.l. εὐσεβής), Ev.Luc.2.25, Act.Ap.2.5, etc.: [comp] Sup.- έστατος, as title, Dionys.Ep.71, Procop.Gaz.Ep. 126.III [voice] Pass., easy to get hold of,κέρκος Luc.Lex.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλαβής
-
16 εὐνοητικός
A kindly disposed,πρὸς ἑαυτό Hierocl. p.41
A. Adv. benevolently, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Stoic. ap. Stob.2.7.11i.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοητικός
-
17 εὐνοϊκός
A welldisposed, kindly, favourable,εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1
, cf. Amphis 1: [comp] Sup. - ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16
. Adv.εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15
;πρός τινα Id.Mem.2.6.34
, Arist. Rh.Al. 1436b18;εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237
;πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25
([place name] Nero);εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19
;εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7
: [comp] Comp. - ωτέρως Id.51.2; - ώτερον Lib.Decl.49.31: [comp] Sup. - ώτατα X.Cyr.8.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοϊκός
-
18 εὐχάριστος
εὐχᾰριστ-ος, ον,A agreeable,τινι τέχνη X.Oec.5.10
([comp] Comp.);λόγοι Id.Cyr.2.2.1
([comp] Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11
; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. - τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 ([comp] Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. - τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90
;ἀποδιδόναι Ph.1.520
;τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f
.III beneficent, (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 ([place name] Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (- ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. ( ἰσχυρότατος cj. Cohn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχάριστος
-
19 εὔνοος
Aεὔνῳ Th.4.87
: pl. εὖνοι, also heterocl. εὔνους ([var] contr. from εὔνοες) Lys.8.19, Philem.222, IG22.505.10, al.: gen. pl.εὐνόων Th.6.64
codd., εὔνων edd.:—well-disposed, kindly, friendly, ἀνὴρ φίλος καὶ εὔ. Hdt.5.24;ἐνυπνίων κριτής A.Pers. 226
(troch.); τινι to one, Hdt.7.173, al., S.Ph. 1351, etc.;τῷ δήμῳ And.4.16
, IG22.808.10, etc.; (Nisyros, iii B. C.), etc.; οἱ ἐμοὶ εὖνοι my well-wishers, X.Ap.27; τὸ εὔνουν, = εὔνοια, S.El. 1203, Th.4.87, al.; opp. δυσμενής, X.Cyr.8.3.5; dist. fr. φίλος, Arist. EN 1156a2: [comp] Comp.εὐνούστερος Lys.27.13
, etc.; [dialect] Ion.εὐνοέστερος Hdt. 5.24
, Herod.6.72; alsoεὐνοώτερος Philox.
Gramm. ap. EM394.13: [comp] Sup.εὐνούστατος S.Aj. 822
, Ar.Eq. 874, etc.;εὐνοέστατος EM394.5
.2 of things, τὴν πάροδον ἵν' ἔχῃς.. εὐνουστέραν more favourable, Dionys. Com.3.17. Adv.εὐνόως IG7.1
(Megara, iv/iii B. C.), etc.;ἔχειν πρός τινα Plu.Galb.8
, cf. Aristeas 242;διακείμενος Phld.Lib.p.38
O.; [var] contr.εὔνως, χρῆσθαί τινι M.Ant.3.11
: [comp] Comp. -νούστερον, ἔχειν τινί Arr. Epict.4.6.7
: [comp] Sup. -νούστατα, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.19.6
. -
20 θαυμαστικός
II expressing astonishment, [ ἐπιρρήματα] D.T.642.8. Adv.-κῶς, εἰπεῖν Ph.1.648
; ἔχειν, διακεῖσθαι, Id.2.95, J.AJ8.6.5, cf. Phld.Mus.p.36 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμαστικός
См. также в других словарях:
διακεῖσθαι — διάκειμαι to be served at table pres inf mp διακέομαι repair pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
ευνοητικός — εὐνοητικός, ή, όν (Α) [ευνόητος] ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοητικῶς (Α) φρ. «εὐνοητικῶς διακεῑσθαι πρὸς ἀλλήλους» ευμενώς, με εύνοια … Dictionary of Greek
ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… … Dictionary of Greek
σκελέεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγαν σκληρῶς διακεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκέλλομαι] … Dictionary of Greek
συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… … Dictionary of Greek
τεταραγμένως — ΜΑ επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος τού ταράσσω] … Dictionary of Greek