Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βεβαιωτὴς

См. также в других словарях:

  • βεβαιωτής — one who gives assurance of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτής — ο (Α βεβαιωτής) [βεβαιώ] 1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι 2. ο εγγυητής …   Dictionary of Greek

  • βεβαιωταί — βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτῇ — βεβαιωτής one who gives assurance of masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτήν — βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτάς — βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc pl βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»