Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὔχρηστος

См. также в других словарях:

  • εὔχρηστος — useful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… …   Dictionary of Greek

  • εύχρηστος — η, ο ευκολομεταχείριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχρηστότερον — εὔχρηστος useful adverbial comp εὔχρηστος useful masc acc comp sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτέραις — εὔχρηστος useful fem dat comp pl εὐχρηστοτέρᾱͅς , εὔχρηστος useful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστότατον — εὔχρηστος useful masc acc superl sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρήστως — εὔχρηστος useful adverbial εὔχρηστος useful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχρηστον — εὔχρηστος useful masc/fem acc sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτάτην — εὔχρηστος useful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτάτους — εὔχρηστος useful masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτέρη — εὔχρηστος useful fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»