-
1 δύσχρηστα
δύσχρηστοςhard to use: neut nom /voc /acc pl -
2 δύσχρηστος
A hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14;ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ.. δ. X.Cyr.3.3.26
; intractable,κύνες Id.Cyn.3.11
; of troops, Plb.4.11.8 ([comp] Sup.); δ. ἐξουσία hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. - τως, διακεῖσθαι to be in difficulties, unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops,ἀπαλλάττειν Id.4.64.7
;δ. ἔχειν Plu.Aem.19
:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσχρηστος
См. также в других словарях:
δύσχρηστα — δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek
δύσχρηστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται: Τα ογκώδη βιβλία είναι δύσχρηστα. 2. σπάνιος: Χρησιμοποιεί δύσχρηστους όρους στο λόγο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)