Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διακεῖσϑαι

См. также в других словарях:

  • διακεῖσθαι — διάκειμαι to be served at table pres inf mp διακέομαι repair pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • ευνοητικός — εὐνοητικός, ή, όν (Α) [ευνόητος] ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοητικῶς (Α) φρ. «εὐνοητικῶς διακεῑσθαι πρὸς ἀλλήλους» ευμενώς, με εύνοια …   Dictionary of Greek

  • ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… …   Dictionary of Greek

  • σκελέεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγαν σκληρῶς διακεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκέλλομαι] …   Dictionary of Greek

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • τεταραγμένως — ΜΑ επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος τού ταράσσω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»