Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γονόρροια

См. также в других словарях:

  • γονορροίᾳ — γονορροίᾱͅ , γονόρροια spermatorrhoea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονόρροια — spermatorrhoea fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονόρροια — η (AM γονόρροια) η βλεννόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια)] …   Dictionary of Greek

  • γονόρροια — η (ιατρ.), η βλεννόρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονορροίας — γονορροίᾱς , γονόρροια spermatorrhoea fem acc pl γονορροίᾱς , γονόρροια spermatorrhoea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονορροίαις — γονόρροια spermatorrhoea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονορροίης — γονόρροια spermatorrhoea fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονόρροιαι — γονόρροια spermatorrhoea fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονόρροιαν — γονόρροια spermatorrhoea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονορροϊκός — ή, ό (Α γονορροϊκός, ή, όν) αυτός που υποφέρει από γονόρροια νεοελλ. ο σχετικός με τη γονόρροια …   Dictionary of Greek

  • Bonjourtropfen — Klassifikation nach ICD 10 A54.0 Gonokokkeninfektion des unteren Urogenitaltraktes A54.1 mit Abszessbildung A54.2 …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»