Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δάδα

См. также в других словарях:

  • δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • δάδα — η 1. κομμάτι από ρητινώδες ξύλο που χρησιμοποιείται για φωτισμό, το δαδί, ο πυρσός, η λαμπάδα. 2. μτφ., αυτό που διαφωτίζει και εκπολιτίζει: Η δάδα του πνεύματός του φώτισε ολόκληρες γενεές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δᾷδα — δαίς 1 fire brand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾷδ' — δᾷδα , δαίς 1 fire brand fem acc sg δᾷδι , δαίς 1 fire brand fem dat sg δᾷδε , δαίς 1 fire brand fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • TAEDA — an quasi δετὴ, quod esset fax in fasciculum colligata, an ex δᾶς δᾷδος etc. frequenti in usu priscis fuit, unde inter servos, non solum ad Lychnum, ad funale, ad laternam Lampadophorique, sed et Taedigeri fuêre: Inprimis in Sacris Nuptiis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] …   Dictionary of Greek

  • αδαδούχητος — ἀδᾳδούχητος, ον (Α) [δᾳδουχῶ] 1. ο δίχως δαδουχία, αυτός που δεν φωτίζεται από δάδα, πυρσό 2. (ειδικά για γάμο) κρυφός, μυστικός, λαθραίος …   Dictionary of Greek

  • γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»