-
1 γήρως
γῆραςold age: neut gen sg -
2 γῆρας
γῆρας, τό, gen.Aγήραος Il.22.60
, al., Archil.116, Mimn.2.6, Pi.O. 8.71, etc.;γήρως Thgn.174
, [dialect] Att. (v. infr.): dat.γήραϊ Pi.N.7.99
, Hdt.6.24, [var] contr. , etc., γήρατι v.l. in Adam.Phgn.1.14 (cf. γῆρος):— old age,γ. λυγρόν Od.24.250
;στυγερόν Il.19.336
; ἐπὶ γήραος οὐδῷ (v. οὐδός) 22.60; opp. γ. λιπαρόν, Od.19.368, Pi. l.c.;γ. πολιόν Thgn.174
; γῆρας ἐκδῦναι, ἀποσείσασθαι, Ar. Pax 336, Lys. 670 (with play on signf. 11); ἐπὶ γήρως in old age, Id.Eq.524;ἐν τῷ γήρᾳ Pl.R. 329c
, Lys.2.73; σὺν γήρᾳ, ἐν γ. βαρύς, S.OT17, Aj. 1017;διανοίας γ. Arist.Pol. 1271a1
: metaph., οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος, i.e. it never wears out, A.Th. 682.II cast skin, slough of a serpent,γῆρας ἐκδύνειν Arist.HA 549b26
, Nic.Th.31, Antig.Mir. 20, Antyll. ap. Orib.10.35.4; of crabs, Arist.HA 600b20, Thphr.Fr. 177. -
3 μακρογήρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρογήρως
-
4 πολυγήρως
πολῠ-γήρως, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγήρως
-
5 ἐσχατόγηρως
ἐσχᾰτό-γηρως, ων,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσχατόγηρως
-
6 πνιγηρώς
-
7 πνιγηρῶς
-
8 σιγηρώς
-
9 σιγηρῶς
-
10 σεμνός
-ή,-όν +A 0-0-0-3-6=9 Prv 6,8a; 8,6; 15,26; 2 Mc 6,11.28solemn, sacred 2 Mc 6,11; reverend 2 Mc 8,15; worthy of respect, held in honour, august Prv 6,8a;majestic 4 Mc 17,5σεμνὰ γὰρ ἐρῶ I shall speak solemnly Prv 8,6; τὸ σεμνὸν γήρως στόμα the pure mouth of (my) old age 4 Mc 5,36Cf. DRESCHER 1969, 92-93; SPICQ 1978a, 791-795; →NIDNTT -
11 αὐστηρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐστηρότης
-
12 βαθυγήρως
A in great old age, S.E.M.6.13; decrepit, AP6.247.7 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυγήρως
-
13 βαρύς
βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219
, cf. 89;ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51
;β. τὸ σῶμα App.Mac.14
; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, ;σὺν γήρᾳ Id.OT17
; ;ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1
;ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a
; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);β. βάσις
heavy, slow,S.
Tr. 966;τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844
. Adv.κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d
.2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;Κλῶθες Od.7.197
;κῆρες Il.21.548
;β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206
(lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ;ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c
;πόλεμος D.18.241
;βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66
; causing disgust,S.
Ph. 1330; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,χωρίον X.Mem.3.6.12
;πλησμονή Id.Cyn.7.4
; indigestible, Ath.3.115e;β. νότος Paus.10.17.11
. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1
(but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1
; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.4 weighty, grave,ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10
;αἰτιώματα Act.Ap.25.7
;τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23
; ample, .II of persons, severe, stern,β. ἐπιτιμητής A. Pr.77
; , cf. S.OT 546;Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100
; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.; , S.Fr. 753;γείτονες Plb.1.10.6
.2 overbearing,σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27
(butσεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42
);ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c
; important, powerful,πόλις Plb.1.17.5
, etc.3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ([comp] Comp.);τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3
.III of impressions on the senses,1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572
(lyr.); Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;πενθεῖν Ael.VH12.1
; esp. of musical pitch, low, opp.ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e
; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b
;ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30
, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;β. τάσις D.H.Comp.11
, A.D.Synt.307.13;β. τόνος D.T.674.13
, cf.A.D.Pron. 36.5;β. συλλαβή
unaccented,Id.
Synt.100.8, al. Adv. with the accent thrown back,Id.
Pron.51.1, Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note, ).2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119. -
14 γηρωβοσκέω
A v. γηρο-. [full] γηρωπίζεται· γεροντεύεται, Hsch. [full] γήρως, v. γῆρας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηρωβοσκέω
-
15 δόλιχος
δόλιχος, ὁ,A the long course, in racing, opp. στάδιον, IG22.956, etc.;τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Pl.Lg. 833b
;θεῖν X.An.4.8.27
;νικᾶν Luc.Hist. Conscr.30
;δολίχῳ κρατεῖν Paus.3.21.1
: metaph.,δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου Pl.Prt. 329a
;δόλιχον τοῖς ἔτεσι.. τρέχειν Epicr.3.18
;δόλιχον βιότου σταδιεύσας Epigr.Gr.311
; γήρως δ. ib.231.II calavance, Vigna sinensis, Thphr.HP8.3.2, Diocl.Fr.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόλιχος
-
16 δύσκωφος
δύσ-κωφος, ον,A hard of hearing, Hp.Coac. 193, Arist. Insomn. 459b21, LXX Ex.4.11, Str.14.2.21;τὸ τοῦ γήρως δ. Plu.2.13e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκωφος
-
17 εὐρώς
A mould, dank decay, Thgn.452, Simon.4.4, B.Fr.3.8, E. Ion 1393, Pl.Ti. 84b, Arist.GA 784b10, Theoc.4.28, Call.Fr. 313, Ph.2.461;εὐρὼς ψυχῆς Plu.2.48c
;εὐρῶτι γήρως τὰς τρίχας βεβαμμένος Com.Adesp.53
D. -
18 κακογήρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακογήρως
-
19 κόλουρος
A dock-tailed, stump-tailed, metaph.,ὥσπερ ὑπὸ γήρως ἀπτῆνα καὶ κ. Plu.Flam.21
:—fem. [full] κόλουρις, of the fox in the fable, Timocr.3; cf. κοθοῦριν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλουρος
-
20 λαγόγηρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγόγηρως
См. также в других словарях:
γήρως — γῆρας old age neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] … Dictionary of Greek
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek
ευγήρως — εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, ων, εὔγηρα) (Α) αυτός που περνάει καλά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηρως ( ος) (< γήρας), πρβλ. α γήρως] … Dictionary of Greek
παγγήρως — ( ων (ΑΜ) υπέργηρος («παγγήρων γραῡν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γήρως (< γῆρας), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ. ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
παντογήρως — ων, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. εν γήρως] … Dictionary of Greek
πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… … Dictionary of Greek
προγήρως — ων, Α αυτός που γεράζει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. ευ γήρως] … Dictionary of Greek
υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] … Dictionary of Greek
On Youth, Old Age, Life and Death, and Respiration — (Greek: Περὶ νεότητος καὶ γήρως, καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ ἀναπνοῆς, Latin: De Juventute et Senectute, De Vita et Morte, De Respiratione) is one of the short treatises that make up Aristotle s Parva Naturalia. Contents 1 Structure and contents… … Wikipedia