Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βᾶμα

См. также в других словарях:

  • βᾶμα — βῆμα step neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… …   Dictionary of Greek

  • θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …   Dictionary of Greek

  • παλίμβαμος — παλίμβαμος, ον (Α) 1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω 2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βᾶμος (< βᾶμα /… …   Dictionary of Greek

  • χορταιοβάμων — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ Σειληνός, ἐπεὶ χορταῑον τὸ ἔνδυμα τοῡ Σειληνοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βᾱμων (< βᾶμα / βῆμα < βαίνω), πρβλ. αἰθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • χορταιόβαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ βαμος] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԳԻՆ — (գնի, կամ գնոյ, գնաւ, կամ գնեաւ: կամ գնով. գնաց, կամ գնեաց, կամ գնից, նեօք.) NBH 1 400 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. βωμός ara, altare եբր. պամա. յորմէ՝ Բամա (գաբաւոնի). βαμά (լծ. հյ. բեմ.)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»