-
1 Έρατος
-
2 Ἔρατος
-
3 Ερατός
-
4 Ἐρατός
-
5 ερατός
-
6 ἐρατός
-
7 ἐρατός
a of people, handsomeπαῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου O. 10.99
b of things, delightful, pleasing ἦλθενδ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος O. 6.43
ἔφλεξεν σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων N. 6.12
οὔτε κώμων ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31
“ ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44 ]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1.. ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1. ἐρατὸν κατὰ χῶρον of the country of the blessed dead Θρ... τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17. ] Κρονίων Ζεὺς ἐρατὸν ε[ ?fr. 334a. 10. ] θεαν ἐρατὸν τέμενος[ ?fr. 345a. 11. -
8 ἐρατός
A lovely, of places and things,δῶρ' ἐρατὰ..χρυσέης Ἀφροδίτης Il.3.64
;ἔργ' ἀνθρώπων Hes.Th. 879
; φιλότης ib. 970 ; χέλυς, φωνή, πόλις, h.Merc. 153, 426, h.Ap. 477 ; βᾶμα beloved footfall, Sapph.Supp.5.17 ;χῶρος Archil.21.4
;ἔπεα Alcm.45
;ὄψ B.16.129
;νίκα Corinn.Supp.1.24
; αἰδώς, κῶμοι, Pi.P.9.12,I.2.31 ;ὠδίς Id.O.6.43
: [comp] Sup.,παίδων -ώτατον ἄνθος AP12.151
: used by Trag. in Lyr., (anap.); ; (s.v.l.); ; of persons,φυὴν ἐρατή Hes.Th. 259
, 355 ;νέοι ἄνδρες ἐ. Thgn.242
;παῖς Pi.O.10
(11).99 : neut. as Adv.,ἐρατὸν κιθαρίζειν h.Merc. 423
, 455.2 beloved,ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν ἐ. δὲ γυναιξί Tyrt.10.29
. —[dialect] Ep. and Lyr. word. -
9 ἐρατός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρατός
-
10 ερατά
ἐρατόςlovely: neut nom /voc /acc plἐρατά̱, ἐρατόςlovely: fem nom /voc /acc dualἐρατά̱, ἐρατόςlovely: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ἐρατά
ἐρατόςlovely: neut nom /voc /acc plἐρατά̱, ἐρατόςlovely: fem nom /voc /acc dualἐρατά̱, ἐρατόςlovely: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ερατώτερον
ἐρατόςlovely: adverbial compἐρατόςlovely: masc acc comp sgἐρατόςlovely: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἐρατώτερον
ἐρατόςlovely: adverbial compἐρατόςlovely: masc acc comp sgἐρατόςlovely: neut nom /voc /acc comp sg -
14 Εράτω
-
15 Ἐράτω
-
16 ερατών
-
17 ἐρατῶν
-
18 ερατόν
-
19 ἐρατόν
-
20 ερατώτατον
См. также в других словарях:
ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
Ἐρατός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατός — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατά — ἐρατός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατώτερον — ἐρατός lovely adverbial comp ἐρατός lovely masc acc comp sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατῶν — ἐρατός lovely fem gen pl ἐρατός lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατόν — ἐρατός lovely masc acc sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράτω — Ἔρατος masc nom/voc/acc dual Ἔρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρόκερας — έρατος, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού μέσου ιουρασικού … Dictionary of Greek