-
1 βαθμός
βαθμός, οῦ, ὁ (s. βαίνω; in various senses Strabo, Luc., et al.; LXX, ins, pap, 4 Esdr, Ps.-Soph. Philo, Joseph.)① a structured rest for the foot marking a stage in ascending or descending, step (cp. βαίνω ‘take a step, walk’; Soph.; Hellen. writers [Nägeli 26], LXX; ApcEsdr 4:8 p. 28, 7 Tdf. al.; Jos., Bell. 5, 206, Ant. 8, 140 in physical sense) ἐπὶ τρίτου βαθμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου on the third step of the altar GJs 7:3; cp. Ac 12:10 D.② a stage in intellectual or spiritual progress (Dio Chrys. 24 [41], 6; Philo, Aet. M. 58) grade (Jos., Bell. 4, 171 οἱ τῶν τολμημάτων βαθμοί), rank (cp. IG XII/2, 243, 16 τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε=he kept up to the degrees of his rank): β. ἑαυτῷ καλὸν περιποιεῖσθαι win a good standing (or rank) for oneself 1 Ti 3:13. Perh. a t.t. of the mysteries underlies the last ref. (a ‘step’ in the soul’s journey heavenward); cp. Herm. Wr. 13, 9 ὁ βαθμὸς οὗτος, ὦ τέκνον, δικαιοσύνης ἐστὶν ἕδρασμα. Furthermore, philosophy seems also to have used β. to denote the gradual attainment of wisdom (s. OImmisch, Philol. n.s. 17, 1904, 33, 1).—On the form of the word s. RSchöll, SBBayAk 1893 II 500.—DELG s.v. βαίνω p. 157. M-M. -
2 βαθμός
βαθμόςstep: masc nom sg -
3 βαθμός
A step, threshold, LXX IKi.5.5, [S.]Fr. 1127; degree on the dial, LXX 4 Ki.20.9 sq.; fifteen degrees of the zodiac, Vett.Val.31.2; interval in a musical scale, Iamb.VP26.120.II metaph., step, degree in rank (οἱ β. κλίμακος προκοπὴν σημαίνουσι Artem.2.42
), 1 Ep.Ti.3.13, Procop.Arc.24, Lyd.Mag.2.8, al.;οἱ τᾶς ἀξίας βάσμοι IG12(2).243.16
(Mytil.); simply, degree,τολμημάτων βαθμοί J.BJ4.3.10
;ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως πρῶτον ἔχει β. ὄψεως Luc.Am.53
; step in an argument, Simp.in Cael.718.35; of a genealogy, ἀπωτέρω δυοῖν β. two steps farther back, i.e. farther back than one's grandfather, D.Chr.41.6. -
4 βαθμός
-οῦ + ὁ N 2 0-6-0-0-1=7 1 Sm 5,5; 2 Kgs 20,9(bis).10(bis)step, threshold 1 Sm 5,5; degree (on the dial) 2 Kgs 20,9 Cf. SPICQ 1978a, 173 -
5 βαθμός
1) degree2) extent3) mark4) rankΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βαθμός
-
6 βαθμοί
βαθμόςstep: masc nom /voc pl -
7 βαθμούς
βαθμόςstep: masc acc pl -
8 βαθμόν
βαθμόςstep: masc acc sg -
9 βασμοί
βαθμόςstep: masc nom /voc plβασμόςstep: masc nom /voc pl -
10 βασμούς
βαθμόςstep: masc acc plβασμόςstep: masc acc pl -
11 βασμόν
βαθμόςstep: masc acc sgβασμόςstep: masc acc sg -
12 βασμός
βαθμόςstep: masc nom sgβασμόςstep: masc nom sg -
13 βαθμοίν
-
14 βαθμοῖν
-
15 βαθμοίο
-
16 βαθμοῖο
-
17 βαθμοίς
-
18 βαθμοῖς
-
19 βαθμοίσιν
-
20 βαθμοῖσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαθμός — step masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek
βαθμός — ο 1. καθεμιά υποδιαίρεση στην κλίμακα διάφορων επιστημονικών οργάνων: Το χειμώνα το θερμόμετρο δείχνει έως δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν σ’ αυτήν την περιοχή. 2. θέση σε ένα σύστημα αξιωμάτων ή σε μια ιεραρχία: Ο βαθμός του στρατηγού είναι ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… … Dictionary of Greek
αφιερωμένοι — Βαθμός στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Ο βαθμός αυτός καθιερώθηκε από την Ανωτάτη Αρχή της Εταιρείας γιατί θεωρήθηκε σκόπιμο, από τη μια μεριά, να τιμηθούν ορισμένα μέλη της και, από την άλλη, να δοθεί σε αυτά το ηθικό κίνητρο, για να… … Dictionary of Greek
βαθμοῖν — βαθμός step masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖο — βαθμός step masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖς — βαθμός step masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοί — βαθμός step masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμοῦ — βαθμός step masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)