-
1 βάθρον
1 foundation met.βάθρον πολίων ἀσφαλές, Δίκα O. 13.6
-
2 βάθρον
A that on which anything steps or stands, hence,1 base, pedestal,τὸ β. καὶ ὁ θρόνος Hdt.1.183
; of a statue, Id.5.85, X.Eq.1.1;δαιμόνων ἱδρύματα.. ἐξανέστρεπται βάθρων A. Pers. 812
; throne,ὑψηλὸν Δίκας β. S.Ant. 854
.2 stage, scaffold, Hdt.7.23.3 generally, solid base,ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος β. S.Aj. 135
(anap.), cf. Ph. 1000, OC 1662; ὦ πατρῷον ἑστίας β., i.e. house of my father, Id.Aj. 860: metaph.,Εὐνομία βάθρον πολίων Pi.O.13.6
: pl., foundations,Ἰλίου.. ἐξαναστήσας βάθρα E.Supp. 1198
; ἐν βάθροις εἶναι stand firm, Id.Tr.47; utterly,Id.
El. 608, cf. D.H.8.1, Lyc.770, AP9.97 (Alph.).5 bench, seat, S.OT 142, OC 101, Phryn.Com.3.5; τὰ β., of a lecture-room or school, Pl.Prt. 315c, 325e, etc.;τὰ βάθρα σπογγίζων D.18.258
; seats in the council-chamber, Lys.13.37.6β. Ἱπποκράτους
machine for reducing dislocation,Ruf.
ap. Orib.49.26.7 metaph., πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα the verge of danger, E.Cyc. 352. -
3 βάθρον
βάθρονthat on which anything steps: neut nom /voc /acc sg -
4 βάθρον
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάθρον
-
5 βάθροιν
βάθρονthat on which anything steps: neut gen /dat dual -
6 βάθροις
βάθρονthat on which anything steps: neut dat pl -
7 βάθροισι
βάθρονthat on which anything steps: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
8 βάθροισιν
βάθρονthat on which anything steps: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 βάθρου
βάθρονthat on which anything steps: neut gen sg -
10 βάθρων
βάθρονthat on which anything steps: neut gen pl -
11 βαθρείας
βαθρείᾱς, βάθρονthat on which anything steps: fem acc plβαθρείᾱς, βάθρονthat on which anything steps: fem gen sg (attic doric aeolic)βαθρείᾱς, βαθρείαfem acc plβαθρείᾱς, βαθρείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
12 βάθρα
βάθρᾱ, βάθραfem nom /voc /acc dualβάθρᾱ, βάθραfem nom /voc sg (attic doric aeolic)βάθρονthat on which anything steps: neut nom /voc /acc pl -
13 βάθρω
-
14 βάθρῳ
-
15 ἀσφαλής
1 secure κασιγνήτα τε βάθρον πολίων ἀσφαλὲς Δίκα (Er. Schmid: ἀσφαλής codd.) O. 13.6πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.20
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς P. 3.86
ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
-
16 δίκα
δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)1 justicea sing., right, (sense of) justiceκόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
“ κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48
b pl. decisions, judgements of right “ ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” P. 4.153 ( Αἰακὸς)ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24
2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
3 pro pers., JusticeΔαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7
φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71
-
17 πόλις
πόλις, πτόλις (-ις, -ιος, -ι coni., -ιν; -ίων, -ίες(ς)ι(ν), πόλεσιν dub., - ῖς dub.: πτόλις, -ιν: πόλεα heterocl. acc. dub. Δ. 3. 9.)1 city, stateαὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.93
τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Lindos ?) O. 7.34 Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (Ialysos) O. 7.94αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (Opous) O. 9.66νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (the city of Augeas, king of the Epeians) O. 10.38Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68
μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (Locri Epizephyrii) O. 10.99βάθρον πολίων ἀσφαλές, Δίκα O. 13.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (Aitna) P. 1.31Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna) P. 1.61χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (Cyrene) P. 4.8 “ μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.19 [“ νάεσσι πόλῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (Lehrs: πολεῖς codd.) P. 4.56]ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
βασιλεὺς ἐσσὶ μεγαλᾶν πολίων P. 5.16
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν (Cyrene) P. 5.53Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
καλλίσταν πόλιν (Cyrene) P. 9.69 τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι (Cyrene) P. 9.91ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαικεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.72
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων (Akragas) P. 12.1 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων (Bergk: πόλιν, πόλει codd.: καλλίχορον πόλιν Theon: Orchomenos) P. 12.26Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (Aigina) N. 5.47 πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (Aigina) N. 7.9πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ (Aigina) N. 8.13 κυδαίνων πόλιν (Sikyon) N. 9.12Δαναοῦ πόλιν Ἄργος N. 10.1
Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες N. 10.47
τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) 1. 5. 22.πόλιν Τρώων πράθον I. 5.36
πόλις Αἴαντος Σαλαμίς I. 5.48
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (Aigina) I. 6.65 φιλαρμάτου πόλιος ἁγεμόνα (sc. Θήβαν) I. 8.20 “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον (in Krete)Πα.. 3. διέπερσεν Ἰλίου πόλ[ιν Pae. 6.104
]πόλιν πατρίαν (Aigina ?) Πα.. 1. Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πό[λιν] (Thebes)Πα... ]υ πόλιν χαλκεα[ Pae. 14.26
]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
Κυ]κλώπων πτόλις α[ Δ. 1.. τ]ίνα πτόλιν Δ. 4. c. 6. θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος (Bergk e paraphr. Plutarchi: ὑπὲρ πολέων, ἐπὶ πόλεως codd. Herodiani) fr. 78. 3. ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ( πολίεσσιν coni. Boeckh, edd.) fr. 210. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν (Aigina) fr. 242. δαιτίκλυτον πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. dub., ] εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα (Schr.: πολέα G-H: πολεωᾰ ς Π: forma πόλεα valde dubia, nott. Snell) Δ. 3. 9. -
18 βαθράδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθράδιον
-
19 βαθρεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθρεία
-
20 βαθρίον
A s.v. κλινίς:—also [full] βαθρεῖον, τό, Cumont Études Syriennes 336 (Cyrrhus, pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθρίον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάθρον — that on which anything steps neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροιν — βάθρον that on which anything steps neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροις — βάθρον that on which anything steps neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροισι — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροισιν — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρου — βάθρον that on which anything steps neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρων — βάθρον that on which anything steps neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρῳ — βάθρον that on which anything steps neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] … Dictionary of Greek
φυσόβαθρον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον] … Dictionary of Greek