-
1 βωμός
2 mostly, altar with a base,ἱερὸς β. Il.2.305
, etc.;πρὸς βωμῷ σφαγείς A.Eu. 305
;βωμὸς ἀρῆς φυγάσιν ῥῦμα Id.Supp.84
(lyr.);βωμῶν ἀπείργειν τινά Id.Ch. 293
;ἀγυιεὺς β. S.Fr. 370
; of suppliants,ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι Od.22.334
; βωμοῖσι προσῆσθαι, προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι, S.OT16, OC 1158;βωμὸν ἵζειν E. Ion 1314
: also in Prose,β. ἱδρύσασθαι Hdt.3.142
, cf. Pl.Prt. 322a;ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν β. Hdt.6.108
;ἐπὶ βωμῶν καθέζεσθαι Lys.2.11
.3 later, tomb, cairn, Epigr.Gr.319.4 title of poems by Dosiades and Besantinus, AP15.26and25, cf. Luc.Lex.25.5 altar-shaped cake, IG2.1651B,C, Poll.6.76.6 Ζεὺς Βωμός, prob. a Syrian god, Hermes37.118 ([place name] Syria).8 in pl., = ἔμβολοι, Hsch. -
2 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
3 βωμός
Grammatical information: m.Meaning: `raised platform, stand (for chariots), base (of a statue), altar' (Il.).Compounds: βωμολόχος `one that waited about the altars to steal the meat, ribald'.Derivatives: βωμίς `step' (Hdt.; on the word CEG 6), βωμίσκος techn. term (Hero.); βῶμαξ οΏ μικρὸς βωμός, ὑποκοριστικῶς H. - βωμῖτις (sc. γῆ) `sacred land' (Pergamon). - βωμίστρια `priestess' (Nic.; on - ίστρια Chantr. Form. 106); βώμᾱξ βωμολόχος H., s. Chantr. Form. 381f. on - αξ, Björck Alpha impurum 263 n. 1. - Adj. βώμιος (S.), also month name (Lamia); βωμιαῖος (S.). Note βώμηνεν ὤμοσε H. from *βωμαίνω `swear (with the hand on the altar)'.Etymology: Verbal noun to ἔ-βη-ν (ἔ-βᾱ-ν), * gʷoh₂mos; for the meaning cf. βάσις and OP gāʮu- `place, throne' (from gā- = βᾱ-, βη-).Page in Frisk: 1,279Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βωμός
-
4 βωμός
βωμόςraised platform: masc nom sg -
5 βωμός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βωμός
-
6 βωμός
βωμός, οῦ, ὁ (Hom. et al.; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 1, 39, Ant. 1, 157; Orig., C. Cels. 8, 20, 27 al.; loanw. in rabb.; cp. EMaass, ARW 23, 1925, 226f) altar Ac 17:23; ὁ τοῦ Ἡλίου β. 1 Cl 25:4.—B. 1466f. DELG. M-M. TW. -
7 βωμός
-οῦ + ὁ N 2 12-9-12-0-13=46 Ex 34,13; Nm 3,10; 23,1.2.4(bis)(pagan, illegitimate) altar (opp. of the Israelite θυσιαστήριον; often = במה) Hos 10,8; (legitimate, Israelite) altar Nm 3,10*Jer 30,18(49,2) βωμοὶ αὐτῆς her altars-במותיה for MT בנתיה her daughterscpr. βουνόςCf. DANIEL, S. 1966, 26-31.40-43; DE WAARD 1981 560-561; WALTERS 1973, 196 -
8 βωμός
altarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βωμός
-
9 βωμοί
βωμόςraised platform: masc nom /voc pl -
10 βωμούς
βωμόςraised platform: masc acc pl -
11 βωμέ
βωμόςraised platform: masc voc sg -
12 βωμόν
βωμόςraised platform: masc acc sg -
13 βωμώς
βωμόςraised platform: masc acc pl (doric) -
14 βώμαξ
A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid. -
15 τεύχω
Aτεύξω Od.1.277
: [tense] aor.ἔτευξα Il.14.338
, etc.; [dialect] Ep.τεῦξα 18.609
, Od.8.276: [tense] pf.τέτευχα AP6.40
(Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the [tense] pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—[voice] Med., [tense] fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag. 1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewh. [tense] fut. of τυγχάνω): [tense] aor. inf.τεύξασθαι h.Ap.76
, 221: redupl. [tense] aor. τετῠκεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.τετεύξομαι Il.21.322
, 585: [tense] aor.ἐτύχθην 4.470
, A.Eu. 353 (lyr.);ἐτεύχθην Hp.Decent.17
(v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): [tense] pf. τέτυγμαι, [tense] plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; [ per.] 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in [dialect] Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose.I produce by work or art; esp. of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal,τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων Il.2.101
;θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 8.195
; τρίποδας.. ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276;τέκτονος υἱόν,.. ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.61
; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in [voice] Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390;τετύκοντό τε δαῖτα Il.1.467
, 2.430;τεύχοντο δαῖτα Od.10.182
;τεύξεσθαι δόρπον Il.19.208
;δόρπον τετύκοντο Od.12.307
, cf. 283, al. (the [dialect] Ep. [tense] aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); alsoτεῦχε κυκειῶ Il.11.624
; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ' formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., , cf. O.1.30;δαῖτ'.. ἔτευξεν A.Ag. 731
(lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib. 1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—[voice] Pass.,δώματα τετεύχαται Il.13.22
;ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Od.10.210
, 252, cf. 21.215;θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il. 11.808
;βωμὸς.. τέτυκτο Od.17.210
;νηός γε τέτυκτο Il.5.446
; οἱ.. σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322;εἵματα.. τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν 22.511
; ἱμάντα.., ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of.., ;περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Od.19.226
, cf. Hes.Sc. 208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα.. ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of.., Od.10.210;αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι 19.563
; but δόμον.. αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with.., Il.6.243.2 [tense] pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well=made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.;ἄγγεα Od.9.223
;δῶρα 16.185
; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366.3 [tense] pf. part. [voice] Act. occurs once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, 12.423.II of natural phenomena. actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6;αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc. 154 ([voice] Pass.);βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχε 18.350
; γάμον τ. 1.277;τ. πομπήν 10.18
, cf. Pi.P.4.164;τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Od.24.476
;θάνατόν τινι 20.11
; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244;ἐν δ' ἄρα οἱ στήθεσσι.. αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Hes.Op.79
, cf. 265, Th. 570;τ. ξείνια Pi.P.4.129
; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67;τ. κακά A.Eu. 125
; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers. 189;τ. φόβον Id.Pr. 1090
(anap.); ; ;φίλοις ἔριν Id.Andr. 644
;κρυπτὸν δόλον Call.
in PSI11.1218a6:— [voice] Pass., to be caused, and so, arise, occur,ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Il. 4.470
, cf. 2.320; , cf. Il.14.53, 22.450;τὰ δ' οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Od.4.772
, cf. 392;ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Il.11.671
; ;Ἀργείοισι.. νόστος ἐτύχθη 2.155
; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib. 345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; ; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771;φίλοισι δὲ κήδεα.. τετεύχαται 14.138
, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El. 457 (lyr.).III c. acc. pers., make so and so,ὄφρα μιν.. ἄγνωστον τεύξειεν Od.13.191
, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu. 668, E.Heracl. 614 (lyr.): of things,οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.177
: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε.. τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph. 1189 (lyr.):—hence in [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. simply for γίγνεσθαι orεἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.4.84
; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; , cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι.. ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; ;Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις Alc.85
: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in [tense] aor. 1,πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην A.Eu. 353
(lyr.), cf. Supp.87 (lyr.). -
16 βωμοίο
-
17 βωμοῖο
-
18 βωμοίς
-
19 βωμοῖς
-
20 βωμοίσι
См. также в других словарях:
βωμός — raised platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
βωμός — ο 1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς. 2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα. 3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμοῖο — βωμός raised platform masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖς — βωμός raised platform masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσιν — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοί — βωμός raised platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῦ — βωμός raised platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμούς — βωμός raised platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμέ — βωμός raised platform masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)