-
1 βαρυτάτη
βαρύςheavy in weight: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————βαρύςheavy in weight: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 βαρυτάτῃ
Βλ. λ. βαρυτάτη -
3 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
4 βαρύς
βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219
, cf. 89;ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51
;β. τὸ σῶμα App.Mac.14
; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, ;σὺν γήρᾳ Id.OT17
; ;ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1
;ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a
; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);β. βάσις
heavy, slow,S.
Tr. 966;τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844
. Adv.κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d
.2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;Κλῶθες Od.7.197
;κῆρες Il.21.548
;β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206
(lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ;ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c
;πόλεμος D.18.241
;βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66
; causing disgust,S.
Ph. 1330; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,χωρίον X.Mem.3.6.12
;πλησμονή Id.Cyn.7.4
; indigestible, Ath.3.115e;β. νότος Paus.10.17.11
. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1
(but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1
; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.4 weighty, grave,ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10
;αἰτιώματα Act.Ap.25.7
;τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23
; ample, .II of persons, severe, stern,β. ἐπιτιμητής A. Pr.77
; , cf. S.OT 546;Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100
; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.; , S.Fr. 753;γείτονες Plb.1.10.6
.2 overbearing,σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27
(butσεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42
);ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c
; important, powerful,πόλις Plb.1.17.5
, etc.3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ([comp] Comp.);τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3
.III of impressions on the senses,1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572
(lyr.); Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;πενθεῖν Ael.VH12.1
; esp. of musical pitch, low, opp.ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e
; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b
;ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30
, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;β. τάσις D.H.Comp.11
, A.D.Synt.307.13;β. τόνος D.T.674.13
, cf.A.D.Pron. 36.5;β. συλλαβή
unaccented,Id.
Synt.100.8, al. Adv. with the accent thrown back,Id.
Pron.51.1, Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note, ).2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119. -
5 συνοικέω
A dwell or live together, Hom.Epigr. 15.15, Pl.R. 577a, etc.; ξ. τινί live with, A.Ch. 909, Ar.Av. 414 (lyr.), Th.6.63, etc.;ξ. τῇδ' ὁμοῦ S.Tr. 545
;σ. μετά τινων Plu.Rom.9
; of peoples, live together, form a community,συνοικήσων τούτοισι Hdt.4.148
: abs., S.OT57, Th.2.68.2 live with in wedlock, of the man, Hdt.1.91, 196, E.Med. 242, Ar. Pax 708, Pl.Criti. 113d, PEnteux. 91.2 (iii B.C.), etc.; of the woman, ἔοισα (fort. νέοισι)γεραιτέρα Sapph. 75
, cf. Hdt.1.37, 108, E.Andr.18, etc.: abs., live in wedlock, Hdt.1.93, 4.168, 1 Ep.Pet.3.7, etc.; τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης from their marriage sprang Cleisthenes, Hdt.6.131.3 metaph. of feelings, circumstances, etc., μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ with which he dwells, S.Ph. 1168 (lyr.);σ. φόβῳ E.Heracl. 996
; ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ, Pl.R. 587c, Alc.1.118b;φόβοις Phld.Ir.p.56
W.; βαρυτάτη συνοικῆσαι (sc. ἄνομος μοναρχία) Pl.Plt. 302e; also ἱππικοῖς ἐν ἤθεσιν πολὺς ξ. being much versed in their ways, E.Hipp. 1220 codd. (sed leg. ἱππικοῖσιν ἤθεσιν).b reversely, with the thing as subject, (lyr.); ;ὅπου σ. ἐρημία Lyc.957
; of the poisoned robe of Heracles, cling closely, S.Tr. 1055.c Astrol., share the same domicile,ὅταν ἡ Παφίη Ἑρμῇ στείχουσα συνοικῇ Man. 5.165
.II c. acc. loci, people or colonize jointly with,σ. Κυρηναίοισι Λιβύην Hdt.4.159
;Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν Arist. Pol. 1303a29
:—[voice] Pass., of a place, to be thickly peopled, X.Oec.4.8, Pl.Criti. 117e, Str.6.2.4, Plu.Num.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικέω
См. также в других словарях:
βαρυτάτη — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτάτῃ — βαρύς heavy in weight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματομυοσίτιδα — Βαρύτατη και σπάνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη φλεγμονή του δέρματος και των μυών. Η φλεγμονή του δέρματος εκδηλώνεται συνήθως με οίδημα και ερύθημα γύρω από τα μάτια και στη ράχη των χεριών, ενώ των μυών με πόνο και αδυναμία στους… … Dictionary of Greek
κατακρημνισμός — Βαρύτατη ποινή, την οποία επέβαλαν κυρίως στους ιερόσυλους και την εκτελούσαν στους Δελφούς από την Υαμπεία Πέτρα (απόκρημνο βράχο του Παρνασσού), στην Αθήνα από το λεγόμενο βάραθροόρυγμα και στη Σπάρτη από τον Καιάδα. Ανάλογη ποινή με τον κ.… … Dictionary of Greek
PANORMUS — I. PANORMUS Siciliae urbs, Ptolem. et caput, hodie Palermo, testibus Aretiô et Fazellô. Totius Italiae pulcherrima, soli ubere, situ, aedificiis, commerciô, nobilitate, opibus, fontium salientium copiâ tantâ, ut Neapolitani horum aemuli, dicant;… … Hofmann J. Lexicon universale
βρομοκοπώ — ( άω) 1. αναδίδω βαρύτατη δυσοσμία, βρομάω φοβερά 2. μεταδίδω κακοσμία σε κάτι ή λερώνω κάτι … Dictionary of Greek
ημίφι — ἡμίφι, τὸ (Α) μουσ. το μισό φι, ο πρώτος στίχος τών σημείων που σημαίνει τη βαρύτατη δύναμη στους φθόγγους … Dictionary of Greek
καταναγκαστικός — η, ο (Α καταναγκαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει 2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία 3. φρ. «καταναγκαστικά έργα» α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι… … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek