Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πατρόκλῳ

См. также в других словарях:

  • Πατρόκλῳ — Πάτροκλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρόκλωι — Πατρόκλῳ , Πάτροκλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIOMEDES — I. DIOMEDES Grammaticus, multi ingenii vir. II. DIOMEDES Rex Aetoliae, Tydei et Deipylae fil. qui cum reliquis Graecis ad Troiam profectus adeo strenue se gessit, ut post Achillem et Aiacem Telamonem fortissimus haberetur. Nam praeter occisos a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • ηρίον — ἠρίον, το (Α) τάφος, τύμβος, μνημείο («ἔνθ ἄρ Άχιλλευς φράσσοιτο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρός + ιον (πρβλ. κηρίον < κηρός). Η συσχέτιση της λ. από τους αρχαίους με τη λ. έρα «γη» δεν είναι δυνατή, διότι στη φράση της… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] …   Dictionary of Greek

  • περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …   Dictionary of Greek

  • στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»