-
1 τριχος
-
2 αραιόθριξ
(-τριχος) ο, η тот, кто имеет жидкие волосы -
3 λειόθριξ
(-τριχος) ο, η уст. человек с гладкими волосами -
4 λεπτόθριξ
(-τριχος) см. λεπτότριχος -
5 λευκόθριξ
(-τριχος) ο, η седой, седоволосый человек -
6 χρυσόθριξ
(-τριχος) ο, η см. χρυσομάλλης -
7 θριξ
gen. τρῐχός ἥ (gen. pl. θριξί) тж. собир.1) волос, волосы(τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.)
τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. — прядь волос;θ. γενείου Aesch. — борода2) шерсть, руно(ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT.)
3) конский волос(οὐραῖαι Hom.)
4) щетина(κάπρου Hom.)
5) перен. «волосок», пустякθ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. — на волосок, чуть-чуть;
οὐδ΄ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. — никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов);ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. — нечто стоящее (не более) волоса, т.е. совершенный пустяк;ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth. — висеть на волоске -
8 απαλοθριξ
-
9 βαθυθριξ
-
10 δασυθριξ
-
11 εντριχος
-
12 ερυσιθριξ
-
13 εσχατα
I1) отдаленные области, далекие пределы, окраины(γαίης Hes.; χθονός Soph.; ἄστεος Thuc.)
2) края, конец, оконечность(τῶν στρατοπέδων Thuc.; τῆς τριχός Arst.)
ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα Her. — из конца в конец, от одного края до другого3) высшая степень, крайностьτὰ ἔ. ποιεῖν Xen. — совершить тяжкие преступления;ἐπ΄ ἔ. βαίνειν Soph. — дойти до последней степени4) крайности, излишества(ἀπέχεσθαι τῶν ἐσχάτων Arst.)
5) филос. пределы, низшие ступени бытия, элементы, т.е. атомы или особи, индивиды(τὰ καθόλου καὴ τὰ ἔ. Arst.)
IIadv. в самый край Hom. -
14 ετεροκλιτος
2грам. разносклоняемый или разноспрягаемый (т.е. меняющий в склонении или в спряжении основу: напр., θρίξ - τριχός, Ζεύς - Διός) -
15 ευθριξ
- τρῐχος adj.1) пышногривый(ἵπποι Hom.)
2) густошерстый(κύων Xen.)
3) с густым оперением(δειρά, sc. τοῦ ἀλεκτρυόνος Theocr.)
4) свитый из крепкого волоса(ἄγκιστρον Anth.)
-
16 ευθυθριξ
-
17 ιθυθριξ
-
18 καλλιθριξ
-
19 κουρα
I.ион. κουρή ἥ1) стрижка(δεῖσθαι κουρᾶς Arst.)
2) фасон стрижки(τῶν τριχῶν, sc. τοῦ Διονύσου Her.; τῆς κουρᾶς τὸ γένος Θησηΐς Plut.)
3) (тж. κ. πένθιμος Eur.) срезывание волос в знак скорби, траурная стрижка4) отрезанная прядь(τριχός Aesch.)
5) срезывание, спиливание6) ( о животных) ощипывание, объедание(τροφῆς σπάσις καὴ κ. Arst.)
II.ἡ Trag. = κόρη См. κορη -
20 κυανοθριξ
См. также в других словарях:
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ τριχός κρέμεται. — См. На волоске … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
σγουρομελάνθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + μέλας + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek