-
1 δασυθριξ
-
2 σκοτοδασυπυκνοθριξ
См. также в других словарях:
λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… … Dictionary of Greek
μελισσόθριξ — μελισσόθριξ, τριχος, ὁ και ή (ΑM, Μ και μελισσίθριξ) αυτός που έχει μαλλιά καστανόξανθα ή κοκκινωπά, στο χρώμα τής μέλισσας ή τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + θρίξ, τριχός (πρβλ. δασύ θριξ, ξανθό θριξ)] … Dictionary of Greek
πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] … Dictionary of Greek
λιπότριχος — λιπότριχος, ον (Α) λιποτριχής, αυτός που έχει έλλειψη τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τριχος(< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύ τριχος] … Dictionary of Greek
πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… … Dictionary of Greek
σκοτοδασυπυκνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (στην κωμωδία) αυτός που έχει μαύρο, δασύ και πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δασύς + πυκνός + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
τριχόμαλλος — ον, Α δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μαλλός «τρίχωμα, μαλλί» (πρβλ. δασύ μαλλος)] … Dictionary of Greek