Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὐθύθριξ

См. также в других словарях:

  • ευθύθριξ — εὐθύθριξ, ὁ (Α) αυτός που έχει ίσιες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

  • ευθύτριχος — εὐθύτριχος, ον (Α) βλ. ευθύθριξ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»