-
1 ευθυθριξ
-
2 ευθυτριχος
См. также в других словарях:
ευθύθριξ — εὐθύθριξ, ὁ (Α) αυτός που έχει ίσιες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + θριξ] … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθύτριχος — εὐθύτριχος, ον (Α) βλ. ευθύθριξ … Dictionary of Greek