-
1 αρην
ὁ и ἥ (только acc. ἄρνα, pl. ἄρνες, ἀρνῶν, ἄρνεσσι и ἄρνας, dual. ἄρνε) баран, тж. овца или ягненок Hom., Theocr. -
2 θαλαμος
(θᾰ) ὅ1) (отдельная) комната, (внутренний) покойΤηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. — Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату;
ἀκόντια καὴ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. — перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские)2) брачный покой Pind., Eur.3) опочивальня, спальня4) (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая(θ., ἔνθ΄ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.)
θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὴ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ΄ ἐν χηλοῖσιν Hom. — кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках5) дом, зданиеθάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. — оставив (родной) дом и братьев;
οἱ βασιλικοὴ θάλαμοι Eur. — царские чертоги, дворец6) жилище, местопребываниеθάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. — подземное царство;
μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. — обширная обитель Амфитриты, т.е. море;θ. ἀρνῶν Eur. — овчарня;ὅ κηροπαγές θ. Anth. — восковая обитель, т.е. пчелиный улей Anth.; ὅ παγκοίτας θ. Soph. — всеуспокаивающее жилище, т.е. могила7) святилище(θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.)
-
3 θηλη
ἥ сосок, сосец(θηλαὴ μαστῶν Arst.; θηλέν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.)
δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. — дать сосцы молодым ягнятам -
4 θριξ
gen. τρῐχός ἥ (gen. pl. θριξί) тж. собир.1) волос, волосы(τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.)
τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. — прядь волос;θ. γενείου Aesch. — борода2) шерсть, руно(ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT.)
3) конский волос(οὐραῖαι Hom.)
4) щетина(κάπρου Hom.)
5) перен. «волосок», пустякθ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. — на волосок, чуть-чуть;
οὐδ΄ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. — никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов);ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. — нечто стоящее (не более) волоса, т.е. совершенный пустяк;ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth. — висеть на волоске -
5 οψ
ὄψIὀπός ἥ [ одного корня с ἔπος] (только sing. в косв. падежах)1) голос(Ἀτρείδεω, Κίρκης ἀειδούσης, sc. τεττίγων, ἀρνῶν Hom.)
2) слово, речь(θεῶν Hom.)
IIὀπός ἥ [ одного корня с ὄψομαι] взор, зрение, видение Emped. -
6 σηκος
ὅ1) загон, стойло, хлев(σηκοὴ ἀρνῶν ἠδ΄ ἐριφῶν Hom.)
2) логово, пещера(δράκοντος Eur.)
3) жилье(ἐν ὄρει Plat.)
4) гнездо (sc. τῶν περδίκων Arst.)5) святилище, храм(σ. ἄβατος Eur.)
6) гробница, могила (sc. Θησέως Plut.)7) ограда вокруг (священной) маслины Lys. -
7 τροφη
дор. τροφά (ᾱ) ἥ1) еда, пища, средства пропитания Her., Soph., Eur., Thuc., Plat.ἥ ἐμέ τ. Soph. — средство, которым я добываю себе пропитание, т.е. лук со стрелами2) образ жизни, поведение3) вскармливание(τ. τε καὴ παιδεία Plat.)
ἐν τροφαῖσιν Aesch. — в младенческом возрасте4) выращивание, воспитание Trag., Plat., Arst.6) отпрыск, потомствоΚάδμου τ. Soph. — потомки Кадма, т.е. фиванцы;
ἀρνῶν τροφαί Eur. — бараний приплод, т.е. ягнята
См. также в других словарях:
Ἀρνῶν — Ἄρνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνῶν — ἀρνός masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PECORIS usus quadruplex — iuxta Tullium Tusculan. l. 1. Videmus, ait, multitudinem pecudam, partim ad vescendum, partim ad cultus agrorum, partim ad vehendum, partim ad corpora vestienda. Ad vestendum utiles olim erant mundae omnes, ex Lege, i. e. quotquot ruminant… … Hofmann J. Lexicon universale
VINUM — quô Auctore mortalibus sit monstratum, diximus paulo supra. Graecis id Oeneum, unde et οἴνου nomen, an Icarum, Italis Ianum, dedisse, refert Athenaeus, l. 15. uti et far: sed utrumque non tam potui aut cibo quam divino cultui et sacris… … Hofmann J. Lexicon universale
αμνοσκοπία — η είδος μαντείας, κατά την οποία προσπαθούν να προμαντέψουν το μέλλον εξετάζοντας τα οστά τής ωμοπλάτης τού αμνού, που σφάζεται σε ορισμένες επίσημες ημέρες. Μολονότι η λέξη δεν μαρτυρείται κατά την αρχαιότητα, η αμνοσκοπία θα πρέπει να αναχθεί… … Dictionary of Greek
επιδήμιος — ἐπιδήμιος, ον και ος, ία, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. η επιδημία* αρχ. μσν. (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
ορσοί — ὀρσοί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἔρση* (πληθ. ἔρσαι «νεογνά ζώων, αρνιά»)] … Dictionary of Greek
στείνω — Α 1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω 2. παθ. στείνομαι είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ ἐρίφων», Ομ. Οδ. β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.) 3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek