-
1 δασυθριξ
См. также в других словарях:
δασύθριξ — ( τριχος), ο, η (AM) ο δασύτριχος … Dictionary of Greek
δασύθριξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυτρίχων — δάσυθριξ hairy masc gen pl δασύθριξ masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασύτριχα — δάσυθριξ hairy masc acc sg δασύθριξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασύτριχας — δάσυθριξ hairy masc acc pl δασύθριξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασύτριχες — δάσυθριξ hairy masc nom/voc pl δασύθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασύτριχος — δάσυθριξ hairy masc gen sg δασύθριξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
δασύτριχος — η, ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, ον) όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων … Dictionary of Greek