Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δασύθριξ

См. также в других словарях:

  • δασύθριξ — ( τριχος), ο, η (AM) ο δασύτριχος …   Dictionary of Greek

  • δασύθριξ — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασυτρίχων — δάσυθριξ hairy masc gen pl δασύθριξ masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχα — δάσυθριξ hairy masc acc sg δασύθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχας — δάσυθριξ hairy masc acc pl δασύθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχες — δάσυθριξ hairy masc nom/voc pl δασύθριξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχος — δάσυθριξ hairy masc gen sg δασύθριξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δασύτριχος — η, ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, ον) όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»