-
1 τραγος
(ᾰ) ὅ1) козел Hom., Pind., Her. etc.τράγον ὄζειν или τράγου πνεῖν Anth. — издавать запах козла
2) похоть Luc.4) «козел» ( род губки) Arst. -
2 Τράγος
Τράγος οпергаментный свиток, содержащий Типикон, утвержденный императором Иоанном Цимискисом. Древнейший документ Святой Горы Афон -
3 τράγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τράγος
-
4 τράγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τράγος
-
5 τράγος
ο1) козёл; 2) ирон. поп; З) суровый начальник; 4) похотливый человек -
6 τράγος
козел.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τράγος
-
7 τράγος
-
8 τράγος
[трагос] ους. а козел,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τράγος
-
9 τράγος
[трагос]ουσ α козел. -
10 Αποδιοπομπαίος τράγος
• Козел отпущенияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αποδιοπομπαίος τράγος
-
11 γενειητης
(Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.)
-
12 δασυθριξ
-
13 δασυχαιτης
-
14 δικερως
-
15 ιξαλος
-
16 κεραος
31) украшенный рогами, рогатый(ἔλαφος, ἄρνες Hom.; ὑληκοῖται Hes.; τράγος, βόες Theocr.)
2) сделанный из рога, роговой(βιός Anth.)
-
17 κνηκος
I.Iдор. κνᾱκός 3желтый, рыжий или бурый(τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.)
IIὅ Babr. = κνηκίας См. κνηκιαςII.ὁ бот. сафлор ( Carthamus tinctorius) Arst. -
18 κολος
21) надломленный, обрубленный(δόρυ Hom.)
2) тупорогий или безрогий(τὸ γένος τῶν βοῶν Her.; τράγος Theocr.)
3) прерванный, незаконченныйΚ. μάχη — Прерванная битва (заглавие VIII песни «Илиады»)
-
19 κοτινοτραγος
-
20 κριθοτραγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)