Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἑτερόκλιτος

См. также в других словарях:

  • ἑτερόκλιτος — irregularly inflected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόκλιτος — η, ο (γραμμ.), για ονόματα, αυτός που κλίνεται σύμφωνα με δύο κλίσεις σε μερικές ή όλες τις πτώσεις του, στον ένα ή τον άλλο αριθμό, π.χ. ο καπνός – οι καπνοί και τα καπνά, ο φάκελος – οι φάκελοι και τα φάκελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτεροκλίτως — ἑτερόκλιτος irregularly inflected adverbial ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόκλιτον — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem acc sg ἑτερόκλιτος irregularly inflected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροκλίτοις — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροκλίτων — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόκλιτα — ἑτερόκλιτος irregularly inflected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόκλιτοι — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • heteróclito — (Del lat. heteroclitus < gr. heteroklitos < heteros, otro + keino, declinar.) ► adjetivo 1 GRAMÁTICA Se refiere a la voz que se declina según diferentes temas. 2 GRAMÁTICA Que no sigue las reglas gramaticales. 3 Que es poco normal o está… …   Enciclopedia Universal

  • διττόκλιτος — ο 1. δίκλιτος* 2. (για ονόματα) ετερόκλιτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»