-
1 ετεροκλιτος
2грам. разносклоняемый или разноспрягаемый (т.е. меняющий в склонении или в спряжении основу: напр., θρίξ - τριχός, Ζεύς - Διός) -
2 ετερόκλιτος
η, ο [ος, ον ] грам, разносклоняемый
См. также в других словарях:
ἑτερόκλιτος — irregularly inflected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] … Dictionary of Greek
ετερόκλιτος — η, ο (γραμμ.), για ονόματα, αυτός που κλίνεται σύμφωνα με δύο κλίσεις σε μερικές ή όλες τις πτώσεις του, στον ένα ή τον άλλο αριθμό, π.χ. ο καπνός – οι καπνοί και τα καπνά, ο φάκελος – οι φάκελοι και τα φάκελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτεροκλίτως — ἑτερόκλιτος irregularly inflected adverbial ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόκλιτον — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem acc sg ἑτερόκλιτος irregularly inflected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκλίτοις — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκλίτων — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόκλιτα — ἑτερόκλιτος irregularly inflected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόκλιτοι — ἑτερόκλιτος irregularly inflected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
heteróclito — (Del lat. heteroclitus < gr. heteroklitos < heteros, otro + keino, declinar.) ► adjetivo 1 GRAMÁTICA Se refiere a la voz que se declina según diferentes temas. 2 GRAMÁTICA Que no sigue las reglas gramaticales. 3 Que es poco normal o está… … Enciclopedia Universal
διττόκλιτος — ο 1. δίκλιτος* 2. (για ονόματα) ετερόκλιτος … Dictionary of Greek