-
1 απαλοθριξ
-
2 κορυς
ῠθος ἥ (acc. κόρῠθα и κόρυν, dat. pl. κορύθεσσι)1) шлем(χαλκείη Hom.; ἱππόκομος Soph.; κόρυν ἀφελεῖν Luc.)
2) голова(ἁπαλόθριξ, sc. τοῦ μόσχου Eur.)
См. также в других словарях:
απαλόθριξ — ἁπαλόθριξ ( τριχος), ο (Α) αυτός που έχει μαλακά μαλλιά … Dictionary of Greek
ἁπαλότριχα — ἁπαλόθριξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλότριχες — ἁπαλόθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)